Στη διαδρομή για το Roissy, το λεωφορείο -το φτηνό αρθρωτό, του δεκάευρου, όχι το ξιπασμένο με τις οθόνες, τα ανακλινόμενα καθίσματα και το wi-fi- ανεβαίνει βόρεια κόβοντας δρόμο για να βρει την Périphérique. Εννιάμιση το πρωί, οκτωβριανός ήλιος, καθαρός, η συνηθισμένη κίνηση στους δρόμους και στα πεζοδρόμια, στην γέφυρα της Rue Colaincourt κολλάμε. Για τρία, τέσσερα λεπτά.
Είμαστε ψηλά. Λίγα μέτρα κάτω από τα πόδια μας το κοιμητήριο της Μονμάρτρης, απλωμένο δεξιά κι αριστερά. Πέτρα, μάρμαρο, πράσινο, γκρι, μούχλα, πλακόστρωτο, κι άλλη πέτρα κι άλλο πράσινο κι άλλη μούχλα. Και ησυχία. Από κάτω μας Νιζίνσκι, Μπερλιόζ, η Νταλιντά, ο Ντεγκά, ο Χάινε, ο Stendhal, ο Sax, o αγαπημένος μου Τρυφώ. Ψηλά εμείς, βιαστικοί πεζοί και σταματημένα ανυπόμονα αυτοκίνητα πάνω στη γέφυρα, τριάντα άνθρωποι μέσα στο λεωφορείο, με τα εισιτήρια και τα διαβατήρια στις τσέπες μας, τις βαλίτσες σωριασμένες στο πάτωμα, αφού και να τις ξανασηκώσεις πάλι θα ξαπλώσουν στην πρώτη στροφή. Η ζωή μας ένα εισιτήριο, ένα ρολόι και πέντε ρούχα σε μια βαλίτσα. Μια όρθια, μια ξαπλωμένη, μια άδεια, μια γεμάτη.
Όλοι κοιτάζουμε έξω και κάτω, τους σινιέ, τους διόροφους, τους τάφους χαμόσπιτα. Τα μάτια μας αγωνίζονται να μπουν στην ίδια ευθεία με τις σκέψεις μας, ίσως το καταφέρνουν για λίγα δευτερόλεπτα και βλέπουν μάλλον αμήχανα την τελευταία στάση μας, το έσχατο terminal. Εκεί που το λεωφορείο σβήνει τη μηχανή και ο οδηγός σου λέει «ως εδώ». Μπορεί η διαδρομή να κρατήσει δέκα χρόνια από σήμερα, τριάντα χρόνια, δέκα μήνες, δέκα ώρες, μισή ώρα από αυτή τη στιγμή. Κανείς δεν το προγραμματίζει αυτό το ταξίδι, κανένα πρακτορείο δεν το πουλάει. Κρυφοελπίζεις μόνο ότι το τελευταίο check in θα σε βρει με υπέρβαρες αποσκευές, με μια ζωή γεμάτη κι όχι ακινητοποιημένη πάνω σε μια γέφυρα, ανάμεσα σε πεθαμένους που παριστάνουν τους ζωντανούς.
Δυο τελευταίες όρθιες βαλίτσες πέφτουν, ξεκινήσαμε πάλι. Νιώθω ελάχιστα σοφότερος, αφού ψευτοφιλοσόφησα, αφορμής δοθείσης. Ο Φρανσουά θα ‘ταν περήφανος για μένα.
…..
Σαράντα λεπτά νωρίτερα, περπατώντας φορτωμένος την Auber, περνάω από εσοχές και εισόδους γεμάτες με ψευτοστρώματα, κουβέρτες, υπνόσακους, φιάλες από νερό, σακούλες γεμάτες ανεκτίμητες περιουσίες, που γράφουν Relay, Monoprix, Leclerc, ακόμη και Lafayette. Και ανθρώπους. Πολλούς ανθρώπους. Σκεπασμένους ως το μέτωπο. Όχι γιατί ντρέπονται. Για να ντρεπόμαστε εμείς, οι ξεσκέπαστοι.
Ως τη γωνιά Scribe και Auber, διακόσια μέτρα διαδρομή, μετράω πάνω από εφτά τέτοια «σπίτια». Η ψυχή μου σφίγγεται, το στομάχι μου αρχίζει να πονάει, δεν είναι επειδή δεν έφαγα πρωινό γιατί βιαζόμουν. Είναι γιατί πλάι σε κάθε υπνόσακο, σε κάθε αυτοσχέδιο κρεβάτι, σε κάθε άνθρωπο που πέρασε τη νύχτα του μισή σπιθαμή απ’ τα τσιμέντα, είναι απιθωμένη -από κάποια άγνωστα χέρια- και μια χάρτινη σακούλα με μια μπαγκέτα φρέσκο, πρωινό ψωμί μέσα της. Ένα ανθοδοχείο σε κάθε σπίτι. Με το ωραιότερο λουλούδι που έχω δει στη ζωή μου. Όλα τα πρωινά του κόσμου μαζί, δεν είχαν τόσο φως όσο αυτό.
Σταματώ, ψάχνω στην τσάντα, βγάζω τα μυωπικά, φοράω τα ηλίου. Ο ήλιος δεν είναι ακόμη ψηλά αλλά με υγρά μάτια σε ξένο τόπο δεν θέλω να με δουν. Ειδικά ο Φρανσουά.
…..
Σε όλη τη διαδρομή για το αεροδρόμιο, τις ώρες της αναμονής εκεί, τις ώρες που ήμουν στον αέρα, οδηγώντας για το σπίτι, ένας άγγελος έπαιζε μουσική με τα φτερά του. Τον ίδιο σκοπό. Επέστρεψα σπίτι κρυωμένος. Άλλη φορά δεν θα καθίσω, ο απερίσκεπτος, πολύ κοντά στα φτερά..
–
Όλοι κάνουν λάικ και κανείς δεν σχολιάζει.Κι εγώ το κάνω από καθαρή επαγγελματική ευσυνειδησία.Αυτά τα ταξίδια που μας πάτε κοστίζουν σε συναίσθημα.Κι έχω την αίσθηση ότι έχουμε πτωχεύσει.
όλο και κάποιο κέρμα θα βρεθεί στις τσέπες, δε μπορεί…
Γεια σου, καπακαπα.
φσιτ 🙂
Αξιζει το κρυωμα, για να νιωσεις λιγο ζωντανος κοντα στα φτερα.. καθε σας κειμενο κι ενα ταξιδι.. ευχαριστώ!
ο Παυλίδης τα ‘πε καλύτερα σε δυο γραμμές, “να λεω ψέμματα πως δεν θα ξαναφύγω”
Υπέροχο κείμενο
τρεις πολαρόιντ, ολωνών μας 🙂
Ωραία δομημένες σκηνές. Και συ τυχερός που το όραμα της τελικής διαδρομής το είδες μέσα σε λεωφορείο στο Παρίσι. Εγώ το ΄χω δει σε άγονη γραμμή, μέσα σε ΚΤΕΛ, με διαπασών τα σκυλάδικα, ένας υπέρβαρος να με στριμώχνει και η ατμόσφαιρα να ζέχνει. Δεν ενθουσιάστηκα.
τέτοια οράματα βλέπω συχνά. το προηγούμενο απ’ αυτό το είδα μέσα σ’ ένα ταξί που με πήγαινε στο νοσοκομείο, με εσπερινό στο ραδιόφωνο. το επόμενο το είδα χτες το απόγευμα όταν ένα αυτοκίνητο με βουλγάρικες πινακίδες ξεκοίλιασε μπροστά μου μια γάτα. δεν τρελλάθηκα κιόλας
πόσο λάθος δρόμο έχουν πάρει όλα γαμωτο…
καθόλου λάθος. στο τέλος φτάσαμε στο αεροδρόμιο
(πού χαθήκατε εσείς; )