τα αποθαμένα λάστιχα

IMG_0854

 

H συναρπαστικότερη μέρα του φετινού καλοκαιριού ήταν εκείνο το Σάββατο που χωθήκαμε ανάμεσα στους πάγκους στο παζάρι απ’ τις εννιάμιση το πρωί, αφήσαμε πίσω μας δυο κιλά ιδρώτα αλλά πήραμε τρεις σακούλες με γιαρμάδες, κοντούλες, ντομάτες, μελιτζάνες φλάσκες και ντοματοπιπεριές (συν μια σακούλα με υπέροχα βρακιά για μένα), στο δρόμο για το αυτοκίνητο καθίσαμε μπαϊλντισμένοι από τη ζέστη κάτω από τα πλατάνια για καφέ ανακουφισμένοι που δεν μας ανήκε κανένα από το παιδομάνι που έτρεχε ντοπαρισμένο τριγύρω μας, πήγαμε στο μπακάλικο της γειτονιάς για ρώσικο σαλάμι αέρος, λίγα ντενεκεδάκια μπίρες και τσιγάρα κι όταν γυρίσαμε στο σπίτι πετάξαμε τα ρούχα μένοντας με τα βρακιά, μόνοι οι δυο μας, οι κατεβασμένες τέντες, τα μισοκατεβασμένα στόρια και το κλιματιστικό. Συγκρατήθηκα και δεν άνοιξα το φέισμπουκ για να δω την ωραιότερη μέρα του φετινού καλοκαιριού των άλλων αλλά φαντάζομαι πως με διαφορετικά υλικά πολλές φορές καταλήγεις στο ίδιο αποτέλεσμα κι αν δεν καταλήγεις τόσο χειρότερο για τους άλλους. Όσην ώρα έπλενε τις ντομάτες, έκοψα τρυφερά μια καφτερή πιπεριά και έβγαλα τρία αβγά από κει που είχαν κρυφτεί, άγνωστο γιατί ποτέ δεν βρίσκονται εκεί που τα έβαλα αλλά με τα αβγά άκρη δεν βγάζεις. Δεν ήθελε, είπε, καγιανά γιατί μετά την ενοχλεί η ανύπαρκτη χολή της, ζήτησε να της κάνω ένα σάντουιτς με το ρώσικο σαλάμι, δυο φέτες ντομάτα και μια μπίρα και τα έφτιαξα όλα στην εντέλεια, ακόμη και τον αφρό στο ποτήρι. Τις υπόλοιπες ντομάτες και δυο ντενεκεδάκια τα περιποιήθηκα αυτοπροσώπως. Ενδιάμεσα ελήφθη μήνυμα από την μικρή “μη με ξαναπάρετε τηλέφωνο πριν τις 12, κοιμάμαι”, από τον μεγάλο ’κάνε δουλειά σου’ ως απάντηση στο ’να σου βάλω λεφτά σήμερα;’ Κι αφού τακτοποιήθηκαν όλα χωρίς άγχος και ρολόγια να μας καταδιώκουν, χωθήκαμε ο καθένας στον καναπέ του με τα πιάτα στο χέρι ζώντας μεγάλες στιγμές που ολοκληρώθηκαν με κλειστή τηλεόραση, μουγκά ηχεία, ξεφόρτιστα κινητά και μια λίγο καργιόλα σκέψη στο πίσω πίσω του μυαλού (χωμένη πιο βαθιά απ΄τα αβγά στο ψυγείο), ότι τριάντα χρόνια πριν (δεν) θα φοράγαμε βρακιά δυο νούμερα μικρότερα και ότι θα είχαμε αναβάλει το φαΐ προκειμένου να φάμε πρώτα ο ένας τον άλλον.

Λίγο πριν τις έξη που άνοιξα τα μάτια, ανακάλυψα με άγρια χαρά πως το βρακί ήταν κατεβασμένο χαμηλά αλλά πριν προλάβω να θυμηθώ αν ξαναγίναμε για λίγο εικοσικάτι θυμήθηκα πως το λάστιχο χαλάρωσε. Και τα πάθη μας επίσης αλλά ούτε μ΄αυτά βγάζεις άκρη,

Ήταν ένα ωραίο χαλαρό Σάββατο. Προς στιγμήν σκέφτηκα (αυτές οι ανόητες παρορμήσεις δεν εννοούν να με εγκαταλείψουν) να γράψω κάτι λιγότερο ’στο πόδι’, πιο πιασάρικο, πιο βαθύ και ψαγμένο σε νοήματα, πιο ποιητικό, πιο δουλεμένο, αλλά ακόμη και οι λέξεις μου ξεχείλωσαν και πέφτουν απ’ το πληκτρολόγιο στο πάτωμα και ποιός έχει μετά το κουράγιο και την υπομονή – και γιατί άλλωστε; – να σκύβει και να τις συμμαζεύει για να καλύψει τη γύμνια του..

Ιστορίες για αχρείους

teleflora_commercial_dress

 

 

 

Ένα απόγευμα μετά από δώδεκα, μπορεί και δεκατρία χρόνια (ίσως και κάπου κει ανάμεσα) του είπε ‘τέλος’, αν και τον ήθελε -έτσι έλεγε- όσο κανέναν και τίποτε άλλο στον κόσμο.

«Ούτε μια φορά, ούτε μισή, δεν είπες το όνομά μου μετά το ‘χύνω’»

Aυτά ήταν και τα τελευταία της λόγια, τα τελευταία που ακούστηκαν στο δωμάτιο, την ώρα που ανέβαζε το φερμουάρ απ’ το φόρεμά της. Δεν ξανάκουσε ποτέ τίποτε από και για αυτήν.

Φεύγοντας, μισή ώρα μετά, ήθελε να βάλει ένα μπλου τραγουδάκι που ταίριαζε με την περίσταση αλλά θυμήθηκε ότι είχε έρθει με ταξί για να μη τον δει κανείς.

 

…..

κτερίσματα

 

 

36310690

 

 

Ενός λεπτού σιγή για όλα τα “σε χύνω” που δεν ειπώθηκαν ποτέ.

Κι άλλο ένα λεπτό bonus για όσα ειπώθηκαν ερήμην του σωστού αποθέτη.

 

….

(δατς ολ φολκς)

το 14 θα σφυρίξει τρεις φορές

cruyff-14

 

 

Aπό σήμερα αποχαιρετάμε μαζί του και τις εποχές που απλώναμε προσεκτικά τα τετράγωνα φελιζόλ πάνω στα τσιμέντα. Τα ίδια φελιζόλ που πετούσαμε στον αέρα την ώρα που ακουγόταν το τελευταίο σφύριγμα.

Για πολλούς σαν και μένα, αυτό το σφύριγμα, το μακρόσυρτο και κοφτό ταυτόχρονα, τρις, ήρθε σήμερα. Χάσαμε αλλά νικήσαμε. Χορτάσαν τα μάτια και η ψυχή μας.

 

….

 

κάθε τρίτη Κυριακή

32498163

O κύριος Μπράουν κάθε τρίτη Κυριακή επισκέπτεται τον πατέρα του στον Οίκο Φιλοξενίας (είναι απίστευτο τι χλιαρά ονόματα σκαρφίζονται οι άνθρωποι για να μπογιατίσουν το απόλυτο κενό), με ένα μικρό κουτί -του μισού κιλού- fat rascals στα χέρια. Εκείνος δεν τον γνωρίζει. Η άνοια έφτασε ως το μεδούλι του. Κάθε μέρα τρυπάει αλύπητα για να φτάσει πιο βαθιά.

Ο κύριος Μπράουν φεύγει μετά από ένα τέταρτο της ώρας (ούτε λεπτό παραπάνω) με ένα διπλόφαρδο χαμόγελο ικανοποίησης στο πρόσωπό του. Επί πενήντα δυο χρόνια ο πατέρας του αρνήθηκε πεισματικά να τον αναγνωρίσει. «Δεν είναι δικό μου», της το ξέκοψε πάρα πολύ οργισμένος απ΄την αρχή. Γαμήθηκες με τόσους και τόσους, δεν θα τον φορτώσεις σε μένα. Και δεν τον είδε, δεν τον κράτησε στα χέρια του, ούτε του μίλησε ποτέ. Γι αυτόν παιδί δεν υπήρξε. Ούτε και για τον κύριο Μπράουν υπήρξε πατέρας, βέβαια. Αυτή η λέξη απαγορεύθηκε από τη μακαρίτισσα τη μητέρα του στο σπίτι. Μέχρι τη στιγμή που έμαθε -στις μικρές βορειοανατολικές γκρίζες πόλεις όλα μαθαίνονται, αργά ή γρήγορα- ότι το αλτζχάιμερ τον έδεσε πισθάγκωνα. Και ένιωσε πως ήρθε η ώρα.

Τώρα εκείνος είναι αδύνατον να απαντήσει στο «καλημέρα πατέρα». Ούτε να το αποφύγει μπορεί, έτσι άσχημα στριμωγμένος που είναι ανάμεσα στο κρεβάτι και στο ερειπωμένο μυαλό του. Μένει απορημένος, κοιτάζοντας το ταβάνι, το παράθυρο, την πολυθρόνα, τη νοσοκόμα που μπαινοβγαίνει, τον άγνωστο άνδρα που τρώει κουλουράκια δίπλα του γεμίζοντας ψίχουλα το πάτωμα και του κρατάει το χέρι την ώρα που -κοιτάζοντας το ρολόι του- λέει «Πρέπει να φύγω τώρα πατέρα, σε τρεις βδομάδες τα ξαναλέμε. Αν είσαι ακόμη εδώ».

stirred, not shaken

 

31821120

 

 

Καμιά ανατριχίλα βλέποντάς την στα εικοσιτρία, μόνο λίγο ψευτολίκνισμα ψυχής με τα παλιοκαιρίσια τραγουδάκια. Τότε που είσαι -ήσουν, εκείνα  τα  πιο φαρδύκαρδα χρόνια- λίγο, πολύ, αθάνατος, το τρυφερό πετσί σου περί άλλων τύρβαζε. Σκεφτόσουν με το δέρμα, αυτό ήταν αφέντης στο μυαλό. Φτάσαμε στα τριαντακάμποσα,  κάποιοι σταθήκαμε τυχεροί, γλιτώσαμε τις αιφνίδιες αναχωρήσεις και τα αναπόφευκτα μαζώματα, όπου ανακαλύπτεις πως αυτά που έχεις να πεις είναι τα κλισέ του κερατά που ανέκαθεν σιχαινόσουν, μη ξαναχαθούμε, να βρισκόμαστε για κανένα ποτό, να πάμε το καλοκαίρι τρεις μέρες κάπου παρέα, αυτά τα κάπου, κάπως, κανένα, τα κάλπικα. Μετά τα σαρανταπέντε χαθήκαμε για τα καλά, οι περισσότεροι, και γλιτώσαμε τα ψέματα. Τώρα που σκαρφαλώσαμε στα -ήντα,  τα παιδιά μας είναι ακόμη μικρά -έτσι κοροϊδευόμαστε- για παντρειές, οπότε σαν ανταμώνουμε με κάποιους της συνομοταξίας μετράμε στο παρουσιολόγιο ένα γάμο για δυο κηδείες. Ίσως κάποια στιγμή αλλάξει το ισοζύγιο, αν και δεν βλέπω προθυμία για επίσημα ζευγαρώματα σήμερα. Μερικές φορές μου περνάει απ’ το μυαλό (αυτό που κρατάει πια μούτρα στο δέρμα) πως άμα ρούφαγες λίγο απ’ το αίμα μας, μπορεί να δηλητηριαζόσουν απ’ το αξιοθρήνητο καναπεδίσιο chill out. To big chill άφαντο στην επίγευση. Προσπαθούμε, είν’ αλήθεια, αυτό το λίγο αίμα που μας έμεινε να το φέρνουμε σε σημείο βρασμού, που και που. Έστω να κοχλάσει, να ζεματίσει, να ξεχλιαρέψει μια στάλα. Άλλοι τα καταφέρνουν, άλλοι βασανίζονται με το θερμοστάτη. Αλλά το παλεύουμε. Έχοντας συνειδητοποιήσει, καλό ή κακό δεν ξέρω, ότι ο -κάθε- Alex died for most of us a long time ago.

 

(καλά, όχι εσύ)

 

….

don’t let me be misunderstood

 

31385407

 

 

 

Ψάχνω για το πρώτο μου σοβαρό στερεοφωνικό, ως τότε άκουγα μουσική από ένα κασσετοφωνάκι Sanyo (εκείνα τα ξαπλωμένα, τα λίγο φλώρικα, που είχαν πάψει πια να είναι κοριτσοπαγίδα) και για πιο πρίμιουμ συγκινήσεις από ένα μπομπινόφωνο National. Για να πιέσω την κατάσταση και τον συν-χρηματοδοτη (θα είχα κι εγώ μικρή ιδία συμμετοχή, από τότε χωμένος στα οικιακά ΕΣΠΑ) ήδη στο δωμάτιό μου στοιβιάζονται καμιά πενηνταριά παρθένα βινύλια. Από Barclay James Harvest και Αl Stewart μέχρι Van Der Graaf Generator και Zappa. Kλασσικός δεκαεφτάρης, dazed and confused.

‘Εχω δει πικάπ, έχω ακούσει ηχεία, λάτρεψα ενισχυτές, έχω απορρίψει  ραδιοενισχυτές («χαλάνε αυτοί πιο εύκολα», με τι ηλίθιες προλήψεις ανατραφήκαμε), ως και για κεφαλές διάβασα, περισσότερο από όσο βοηθητικά Καργάκου για τις πανελλήνιες, έχει σκελετούς αυτή η ντουλάπα….

Ενημερώνω τον συν-χρηματοδότη για τα αποτελέσματα της έρευνας και την συμμετοχή του, σκέφτεται, μου λέει «πάμε δίπλα να δεις κάτι πριν αποφασίσουμε;».

Πήγαμε δίπλα. Στον συνάδελφό του, τρία σπίτια πιο μακριά. Την προηγούμενη μέρα είχε αγοράσει ένα σετ  Rotel, πικάπ, ενισχυτής, ηχεία, τα Rotel ήταν απλησίαστα για το μπάτζετ μου, τα χαζεύω, ωραία, «κάτσε να σου βάλω κάτι να ακούσεις, μου το έδωσε δώρο αυτός που μου πούλησε τα μηχανήματα» λέει ο κύριος Γιάννης. Ωραία λέξη τα μηχανήματα. Αλήθεια ωραία λέξη, μπορεί να μην έκρυβε τότε καμιά ποίηση αλλά ο τρόπος που το είπε ήταν τόσο αγαπησιάρικος και ειπώθηκε με τόση περηφάνεια (είπαμε, τσιμπημένα τα Rotel, θέλαν κάμποσα μηνιάτικα για να τα κάνεις δικά σου) που δεν τον ξέχασα ως σήμερα.

Καθάρισε προσεκτικά τον δίσκο, με τον τρόπο που του έδειξε αυτός που του πούλησε τα μηχανήματα, τον ακούμπησε στο πλατώ. Δεν είχα δει εξώφυλλο, ακόμη. Ούτε πρόλαβα να δω μέχρι που ακούστηκε η μουσική. Santa Esmeralda. Μα τις χίλιες καστανιέτες.  Από τότε η ξινίλα με είχε κυριεύσει, η Λιντα Μπλερ της γειτονιάς ήμουν. Δεν άντεξα να μη μιλήσω, που να μην έσωνα. Και να μη μίλαγα όμως, τα μούτρα μου είχαν ήδη αρχίσει να φλυαρούν.

«Κύριε Γιάννη, με τόσο ωραίο κοστούμι, τόσο άσχημα παπούτσια;»

Με κοίταξε με απορία και -ίσως- λίγο στενοχωρημένος. Όχι ίσως. Με μια στενοχώρια ευγενική, ήπια αλλά εύγλωττη.

«Δεν είναι καλό δηλαδή;  χαρούμενο είναι, ακούγεται τόσο ωραία, καθαρά, δεν είναι καλό αλήθεια; Μου άρεσε εκεί που το άκουσα γι’ αυτό μου το έκανε δώρο, λες να έπαιρνα άλλον δίσκο;»

Αφού μίλησε ο γκουρού -με είχε όντως σε μεγάλη υπόληψη μουσικά- εκείνος στ’ αλήθεια έδειχνε στενοχωρημένος. Όσο πήγαινε πιο βαθιά η βελόνα, προς το κέντρο  του  Don’t let me be misunderstood, τόσο πιο πολύ τον τσίμπαγε αυτό με τα παπούτσια.

Τελικά δεν πήραμε Rotel. Παραήταν ακριβά, πήγαμε για Kenwood που την κάναν τη δουλειά τους -σίγουρη επένδυση, γρήγορη απόσβεση- μέχρι που συνταξιοδοτήθηκαν.

Όπως και ο κύριος Γιάννης και ο πατέρας μου.

Κάθε φορά που συναντιόμασταν στη γειτονιά (εκείνος δεν έφυγε από κει, εγώ ξαναγύρισα) με αυτόν τον ευγενικό και τόσο χαμηλών τόνων, ήσυχο άνθρωπο, ανάμεσα στα άλλα τα λιγοστά που λέγαμε στα πεταχτά, τι κάνουν τα παιδιά, τι λέει η δουλειά, χαιρετισμούς και φιλιά σε όλους στο σπίτι, θυμόταν να μου πει και ένα «δεν τον πήγα πίσω τον δίσκο τελικά, αλλά δεν ήταν και τόσο κακός, χαρούμενος ήτανε». Και μου το ΄λεγε χαμογελώντας, σαν να κοκκίνιζε κιόλας -από ντροπή που δεν άκουσε τον γκουρού-, χτυπώντας με σχεδόν πατρικά στον ώμο. Παιδιά δεν αξιώθηκε να δει αλλά αν είχε, θα ήταν τυχερά να νιώθαν τέτοιο άγγιγμα στον ώμο τους.

 

Χτες μεσημέρι τον αποχαιρετήσαμε για πάντα.  Ήμουν μαζί με τον παλιό του συνάδελφο όταν εκείνος του χάιδεψε τα μαλλιά, στον τελευταίο ασπασμό. Καλό ταξίδι Γιαννάκη. Το είπε σχεδόν ψιθυριστά, σκύβοντας, μα εγώ τον άκουσα. Εμένα όμως κανείς δεν με άκουσε την ώρα που του έβγαζα μιαν αόρατη τρίχα από το πέτο και τον άγγιξα στον ώμο λέγοντάς του «δισκάρα ήτανε τελικά κύριε Γιάννη, δισκάρα».

 

 

 

.-

ριχτάρια

 

0

 

Όσην ώρα εκείνος ετοίμαζε συνεπαρμένος καινούριες αφηγήσεις για το αύριο -ή απλά μαστόρευε τις χτεσινές, που έχασκαν ετοιμόρροπες- τον κοίταζε αδιαφορώντας για τα μεγάλα του σχέδια ν’ αλλάξει (για μια φορά, ακόμη) τον κόσμο.

Έφτιαξε ένα τσιγάρο, με το τελευταίο χαρτάκι που βρήκε, και το ‘κανε να ριγήσει με το πηγαινέλα πάνω στο στήθος της. Το παθαίνουν και τα τσιγάρα κάποιες φορές αυτό. Ειδικά εκείνα τα στριφτά, που πρώτα περνάνε από στόμα, γλώσσα και χείλια πρόθυμα, πλημμυρισμένα από άγιο σάλιο. Θα ΄ταν δεν θα ΄ταν δυο λεπτά μετά, όταν φάνηκε καπνός. Πόσο παραπάνω ν’ αντέξει;

 

Σε πέντε λεπτά μόνο η στάχτη της είχε μείνει στον καναπέ.

 

Εκείνος έβαλε μια άνω τελεία στην Μεγάλη Αφήγηση, έβγαλε τα γυαλιά του και σηκώθηκε ατάραχος να μαζέψει τα αποκαΐδια. Μετά άνοιξε τα παράθυρα, να μπει φρέσκος αέρας. Έριξε μια ματιά κάτω στο δρόμο. Νέκρα. Όλα κλειστά. Αύριο, μεθαύριο, θα ‘βγαινε να διαλέξει καινούρια ριχτάρια.

 

 

more reasons to be cheerful

29550604 (1)

 

Ντριν

 

Θα έρθει η άλλη την Παρασκευή;

 

Έτσι είπε, τι την θες;

 

Κάτι δικά μας. Την παίρνω και δεν το σηκώνει η μουλάρα. Πάω σχολή. Μετά για καφέ

 

Να πάμε για μια βότκα πιο μετά;

 

Καμιά μπίρα παίζει ;

 

O,τι θες

 

Μετά τις 10, ίσως

 

Ο,τι θες

 

Και μη τολμήσεις ν’ απλώσεις χέρι να μου ανακατέψεις μαλλί. Έχω φύγει

 

Πλάτη;

 

Ένα ταπ ταπ. Όχι την ώρα που πίνω, τα συνηθίζεις τέτοια χαζά.. Φεύγω, άργησα. Θα σε πάρω τηλέφωνο αν είναι. Αν δεν σε πάρω μη μου σπάσεις τα νεύρα, «πού είσαι;», όπου θέλω είμαι

 

Ο,τι θες

 

Και όχι σχόλια για το ντύσιμο. Ναι, πάλι τα ίδια, βαριέμαι να ψάχνω ντουλάπα.

 

Ο,τι πεις

 

Κλικ

(τα «αγόρι μου» έχουν απαγορευτεί εδώ και χρόνια,  αν βάλεις χέρι στον ώμο του ρισκάρεις να μείνεις μονόχειρας, γήπεδο πήγαμε δυο φορές μαζί και χασμουριόμασταν παρέα, στο 5Χ5 δεν με παίρνει γιατί δεν μπορεί -λέει- να με τρέχει μετά στα Επείγοντα, ε δεν το λες και άσχημο σκορ τις ατάκες του House που πετάει ο ένας στον άλλον, τις τρεις μπίρες κάθε δυο μήνες, τον καναπέ και τα άπαντα του Breaking Bad  ως το πρωί μαζί και ειδικά το «τελικά δεν είσαι τόσο βαρετός όσο φαίνεσαι» την ώρα που -με κίνδυνο να χυθεί ο αφρός πάνω μου- παριστάνω ώρες ώρες τον Ritchie, ο μεσήλιξ)

«..και βέβαια tabasco»

27865405

Τα χρόνια που το φοιτητόσπιτο ήταν στην Κυψέλη (πριν μεγαλοπιαστώ κι ανηφορίσω προς την Τσόχα), συνήθιζα επιστρέφοντας απ΄τα απογευματινά μαθήματα να κάνω μια στάση στη γωνία Φωκίωνος Νέγρη και Δροσοπούλου. Νομίζω, δεν είμαι σίγουρος για την τοποθεσία. Πάει καιρός που ο σκληρός δίσκος αδειάζει από μόνος του, κάνοντας χώρο για τα πιο χρειαζούμενα.

Σε κείνη τη γωνία ένας παππούς -κοντά στα εξήντα- είχε ένα τοστάδικο. Την πρώτη φορά του ζήτησα να ετοιμάσει ένα με διπλό κασέρι, μπέικον (αφού το αφήσει πρώτα να «αρπάξει» μια στάλα στην τοστιέρα) και μπόλικο tabasco. Απόρησε, δεν απόρησε, δεν ξέρω, δεν μ΄ένοιαξε κιόλας. Νοέμβριος ήτανε, ψόφο είχε, νόμιζα πως το κάψιμο θα με ζεστάνει. Καλό ήταν το αποτέλεσμα. Δυο φορές τη βδομάδα, μερικές φορές και τρεις, ο παππούς με έβλεπε να περνάω το κατώφλι και να του ζητάω «διπλό κασέρι, μπέικον, tabasco». Ένα απόγευμα μετά από δυο  βδομάδες, ίσως και πιο νωρίς, δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω την τριλογία. Ο παππούς με διέκοψε –κόβοντας ταυτόχρονα το ψωμάκι στη μέση- λέγοντάς μου (νομίζω, δεν είμαι και πολύ βέβαιος, ότι μου έκλεισε και συνωμοτικά το μάτι) «…και βέβαια tabasco».

Αυτό κράτησε λίγες βδομάδες ακόμη. Κάθε φορά που άκουγα το «..και βέβαια tabasco» άφριζα, από μέσα μου. Θα μπορούσα να του πω «και βέβαια όχι, σήμερα θέλω πράσινη πιπεριά» αλλά δεν μίλησα ποτέ. Για την ακρίβεια δεν έδινα καν παραγγελία, έμπαινα μέσα, περίμενα τη σειρά μου, άκουγα το «..και βέβαια tabasco», το έπαιρνα, πλήρωνα, έφευγα. Μια μέρα -λίγο πριν μπω στο ΚΤΕΛ για την χριστουγεννιάτικη επιστροφή στα πάτρια- πέρασα απ΄έξω, κοντοστάθηκα, τον είδα, με είδε και συνέχισα το δρόμο για τη Νάξου. Ήταν η τελευταία φορά που κοιταχτήκαμε, από τότε άλλαξα και διαδρομή για να μη τον βλέπω.

Έξη, εφτά χρόνια μετά -επαναπατρισμένος πλέον για τα καλά- τα πίνω κάθε νύχτα στη Loris. Aπό τις αρχές του Οκτώβρη ως λίγο πριν βγει ο Ιούνης, μετά ο Αλέκος κατέβαζε ρολά για το καλοκαίρι. Ανέβαινα τα ξύλινα σκαλιά (σπάνια ως ποτέ μόνος), άνοιγα με δυσκολία τη σχεδόν φρακαρισμένη απ’ το λαό πόρτα (όχι πολύς λαός, σαράντα, πενήντα νοματαίοι -σαν φιλελεύθεροι σε απογευματινό τσάι, ένα πράμα- σε έναν χώρο όμως που ο τριακοστός έμπαινε αφού πρώτα είχε πασαλειφθεί με βαζελίνη για να κατορθώσει να φτάσει ως τη μπάρα) και πλησίαζα τη γωνιά μου πλάι στον Αλέκο, που είχε το σπάνιο χάρισμα να σερβίρει τους πολύ δικούς του, να αλλάζει ωραία δισκάκια (εκεί πρωτάκουσα Steely Dan και Doobie Brothers και Yma Sumac) και να μιλάει με καθέναν απ΄όλους μας, ταυτόχρονα. Σαν καλό αφεντικό.

Επί χρόνια παραγγελία δεν του έδωσα. Με το που έφτανα σε απόσταση βολής, χωρίς καν να τον κοιτάξω, χωρίς καν να με κοιτάξει, ένα ποτήρι με διπλή δόση Jack Daniels και ένα πάγο έφτανε στο χέρι μου. Με το που άδειαζε, το δεύτερο. Την ώρα που ακουγόταν η  Sade το τρίτο. Στον Frankie κόντευε να αδειάσει το μπουκάλι. Για την τσέπη δεν υπήρχε θέμα, όταν είχαμε πληρώναμε, όταν δεν είχαμε πίναμε. Ευτυχώς δεν κατέληξα ανήπαρκτος. Στο τσακ.

Από το στόμα μου ποτέ δεν ακούστηκε « Jack, διπλό, ένα πάγο». Μέχρι τη νύχτα εκείνη που -μπουχτισμένος πια απ΄τα ζουμιά του Τενεσσί- του είπα «μαρτίνι βότκα», το μπουκάλι με το Jack έμεινε μετέωρο (θαρρώ πως και ο χρόνος το ίδιο) και κάτι ράγισε στη σχέση μας. Το κατάλαβε κι ο Mick Hucknall που πάσχισε μάταια να σπάσει τον πάγο με το Something Got Me Started.

Δεν λέω ότι ήταν η τελευταία φορά που εγώ κι ο Αλέκος κοιταχτήκαμε, ούτε η τελευταία που ανέβηκα τα ξύλινα σκαλιά. Μα τίποτε δεν ήταν ξανά ίδιο. Έναν Οκτώβρη έφυγε και κανείς μας δεν τον ξανάδε από τότε. Δεν έφταιγε το μαρτίνι, it was meant to be.

Τώρα σκέφτομαι ότι αυτό το «στρίμωγμα», αυτό το (άδικο, πολλές φορές) άφρισμα όταν με θεωρούν δεδομένο, προβλέψιμο και -βέβαια- βολικό, έχει πολύ βαθιές ρίζες τελικά. Σε ένα χειμωνιάτικο κάψιμο και σε μια γεύση βερνικιού στον ουρανίσκο.

ο συλλέκτης

667220_film_canister

Σε ένα ράφι της βιβλιοθήκης, πίσω πίσω για να μη δίνουν στόχο, είχε αραδιάσει ένα μικρό βουνό από πλαστικές θήκες φιλμ. Εκείνες τις μαύρες, με το μαύρο ή γκρι καπάκι, που κρύβαν κάποτε μέσα τους παράξενα ονόματα και αριθμούς όπως KODAK, AGFA, FUJI, DIN, ASA, 100, 200, 400, 12, 24, 36, τέτοιας συνομοταξίας όντα (ναι, κρύβαν ζωή ή μάλλον ζωές μέσα τους).

Πάνω σε κάθε μια είχε γραμμένο με μπλε στυλό σε ένα μικρό κομμάτι χαρτί -κολλημένο με σελοτέιπ πάνω στη θήκη- έναν τετραψήφιο αριθμό. Όπως οι φυλακισμένοι, στα παλιά Μίκυ.

Κάποιον Σεπτέμβρη, τότε που ο αέρας έξω άρχισε να μυρίζει καλοξυμένα μολύβια, πλαστικά πενηντάφυλλα τετράδια και σβήστρες, αποφάσισε να ξαναβάλει σε μια τάξη τη συλλογή του.

Ίδρωσε σαν αντίκρισε τέσσερις θήκες χωρίς αριθμό πάνω τους. Θα’ πρεπε να το ‘χει προβλέψει όμως, πόσο ανθεκτικό μπορεί να είναι ένα κομμάτι σελοτέιπ μετά από τόσα χρόνια που πέρασαν; Κιτρίνισε, ξεράθηκε, ξεκόλλησε, έπεσε. Ακόμη και στα ράφια έχει φθινόπωρο, τι νόμιζες;

Aπό τότε βάλθηκε να ανοίγει μια μια τις τέσσερις θήκες, να απλώνει την άμμο και τα πετραδάκια πάνω σε ένα κομμάτι καθαρό, λευκό, ύφασμα και να περνάει ώρες ατέλειωτες προσπαθώντας να συνταιριάξει αυτό που έβλεπε, άγγιζε και μύριζε, με τους αριθμούς που αποχωρίστηκαν τα συσκευασμένα καλοκαίρια τους.

1986

1989

1993

1998

Ούτε η μύτη, ούτε τα δάχτυλα, ούτε τα μάτια του στάθηκαν στο ύψος τους, κάποια στιγμή βαρυγκόμησαν, λιγοψύχησαν, παραδόθηκαν.

Έστησε αυτί, μήπως και ακούσει κάποια φωνή γνώριμη, ένα γέλιο, ένα βογγητό, ένα τραγουδάκι, που κάτι θα του θύμιζαν, για να βγάλει άκρη με το παζλ. Βουβαμάρα.

Στο τέλος άρχισε να τρώει έναν έναν τους κόκκους (για αρχή) και μετά προχώρησε στα πετραδάκια. Χωρίς νερό, για να μην αλλοιωθεί η μνήμη του.

Τη μέρα που πήγε με άσχημους πόνους στο γιατρό κι εκείνος του είπε «θυμήσου τι έφαγες την τελευταία βδομάδα», είχε μια παρόρμηση να του πει «πρώτα το 1998, μετά το 1989, ύστερα το 1986 και για επιδόρπιο το 1993» αλλά σιώπησε. Με τους γιατρούς δεν κάνεις αστεία. Αλλά ούτε και με τα παλιά καλοκαίρια. Τρόπο να σ’ εκδικηθούν, αν μπερδέψεις το ένα με άλλο, πάντα βρίσκουν.

ντουλάπες

25208345

Ξύπνησα πιασμένος. Δεν φταίγαν τα χτεσινά έξη χιλιόμετρα. Έξη τετρακόσια για την ακρίβεια, μα επιπέδου lower. Τσιμέντα, πεζοδρόμια, μάνες και καρότσια τριγύρω, παραπανίσια κιλά στριμωγμένα σε φόρμες με άσχημα ξεθωριασμένα χρώματα, αγχωμένοι εξηντάρηδες που παλεύουν να ξορκίσουν χοληστερίνες, τριγλυκερίδια και εμφράγματα στον ορίζοντα.  Προχτές τα πέντε στο βουνό ήταν το βαρύ proficiency, ασήκωτο σχεδόν. Όταν όμως φτάνεις στη διχάλα, ανάμεσα σε πεύκα, πουρνάρια και αγριοσπάραγγα κι ακούς από κάτω -μακριά, αόρατο- το ποτάμι, λες χαλάλι τα πονεμένα γόνατα στις κατηφόρες και η λειψή ανάσα στις ανηφοριές. Εκεί πάνω η πόλη δεν ακούγεται,  κρυμμένη πίσω απ’ την πλαγιά. Σαν δεν την ακούς δεν την βλέπεις κιόλας, ευλογία. Ούτε λακκούβες, ούτε κάδοι, ούτε αδέσποτα, ούτε βρωμερές πυλωτές, ούτε παρατημένες και σκουριασμένες λαμαρίνες πάνω σε τέσσερις, τρεις, ίσως και δυο ρόδες. Μια ώρα δρόμος -κι αν- όλη η διαδρομή. Καθένας βολεύεται όπως μπορεί, μέσα στη δική του Χώρα των Θαυμάτων.

Σήμερα όμως πόναγαν όλα. Έπεσε βαρύς πάνω μου ο χειμώνας που κατάπια μονορούφι, χωμένος σε καναπέδες, πολυθρόνες, ουρές και καρέκλες, με παρέα κρασιά, μπίρες, τσίπουρα, λογαριασμούς και τσιγάρα. Μόνο με ιδρώτα ξεπλένεται τώρα. Ιδρώτα, πόνο και λίγο αίμα. Τα πουρνάρια δαγκώνουν αν φοράς κοντομάνικα.

Μπήκα στο μπάνιο, η γύρη τριγυρνάει έξω εδώ και δυο βδομάδες αλλά ώρες ώρες νομίζω πως τρυπώνει ύπουλα σε κάθε πόρο μου -ζωντανό ή αποθαμένο- ακόμη κι όταν κοιμάμαι. Βγήκα και έψαξα ρούχα. Δεν τα σηκώσαμε ακόμη τα χειμωνιάτικα, άνοιξα τη ντουλάπα και σφίχτηκε η ψυχή μου. Τα άσπρα γκρίζαραν δίχως ήλιο. Τόσο μπλε, γκρι, μαύρο και καφέ δεν αντέχεται. Καναδυό χρωματιστά είναι για να κοροϊδεύουν το μέσα σου και τους απέναντι, ότι τάχα μου είσαι μακριά -ακόμη- από εξωτικούς προορισμούς που ‘χουν ονόματα όπως ουρία, κρεατινίνη, ουρικό οξύ, γαλακτική αφυδρογονάση, CPK και PSA. Την έκλεισα γρήγορα. Ερχόταν ένα καράβι απ’ το βάθος της και δεν είναι να τα βάζεις με καράβια πρωινιάτικα. Η θάλασσα όμως έφτασε ως τα πόδια μου, που τα ΄νιωσα μούσκεμα. Ίσως και να μη σκουπίστηκα καλά, βγαίνοντας απ’ το μπάνιο. Ίσως κάτι δεν πάει καλά με τη ντουλάπα μου, εικοστέσσερα χρόνια εκεί, ακίνητη, αμίλητη, κι αν έχει δει κι αν έχει ακούσει..

Στο αυτοκίνητο δεν άνοιξα ραδιόφωνο, ούτε cd έβαλα. Όλες οι διαδρομές φέτος ήταν mute. Σαν το χειμώνα. Μόλις δω τα πρώτα γυμνά πόδια στους δρόμους, χωρίς καλσόν και παντελόνια, θα ψάξω και για τραγούδια. Όχι πριν. Τίποτε King of Convenience, καμιά Feist, ίσως Slowdive ή σκέτον Neil Halstead, τέτοια ψυχοχάδια.

Βγαίνοντας απ’ την πυλωτή με την όπισθεν, που κάθε χρόνο με δυσκολεύει στη μέση και στον αυχένα όλο και περισσότερο, πάτησα απότομα φρένο. Νόμισα πως απ’ το δρόμο περνούσε ένα καράβι. Έκλεισα μάτια και όταν τα ξανάνοιξα ήταν η σκουπιδιάρα. Ευτυχώς, γιατί με τα απόνερα έχεις πολλές φορές άσχημα ξεμπερδέματα. Με τα σκουπίδια  μάθαμε, κουτσά στραβά, να πορευόμαστε.

Το απόγευμα θα ξανανέβω στο βουνό. Ελπίζω να μη μ΄ακολουθήσει κι εκεί το πλεούμενο. Τις φοβάμαι τις παροιμίες. Μερικές φορές τις πιστεύω κιόλας..

—-

η μικρή ιστορία του δέντρου (no photoshoping)

Ο παπούς πέθαινε απο καρκίνο, Μάιο διαγνώστηκε, Αύγουστο τον κηδέψαμε. Δυνάμεις δεν είχε, εγκατέλειψε τον κήπο, πήγαινα κάθε μέρα και τον ψευτοφρόντιζα εγώ, δέκα λεπτά δουλειά και το ‘βλεπα αγγαρεία.Καθόταν σε μια καρέκλα -μέχρι τα τέλη Ιουλίου που έπεσε πια για τα καλά- και έδινε οδηγίες, τα τελευταία «κουμάντα». Φωνή δεν έβγαινε, πήγαινα κοντά για να ακούσω, σχεδόν κόλλαγα το αυτί μου στο στόμα του. “Τις τριανταφυλλιές κλάδεμα λοξά, νερό μη ρίξεις πολύ”. Έριχνα, κλάδευα άγαρμπα, έπρεπε να τελειώνω, περίμενε το αίσθημα.

Μια μέρα που η φωνή του δεν ακούστηκε καθόλου, και σχεδόν δεν διακρινόταν μέσα στη γαλάζια πυτζάμα, έλιωνε τόσο μα τόσο γρήγορα, δεν ξέρω γιατί πήγα κοντά και του είπα “μη σκας για τον κήπο, θα στον φροντίζω εγώ, χειμώνα καλοκαίρι”. Δεν είπε τίποτε, ανέκφραστος έμεινε, πονούσε, δεν καλοάκουγε, δεν ένιωθε, δεν, δεν, μια διμοιρία από δεν.

Τέλος Αυγούστου εκείνος έλιωνε μέσα στο χώμα κι εγώ απο ζέστη, στη Ρόδο. Με το αίσθημα. Όταν γύρισα, κήπος δεν υπήρχε. Ένα φυτολόγιο μόνο, τα πάντα ξεραμένα. Καμμένα. Πιο πεθαμένα κι απο κείνον.

Σε έξη μήνες το δώσαμε αντιπαροχή. Δεν πέρασα να δω το σπίτι ούτε στο γκρέμισμα, ούτε στο χτίσιμο. Έκανα χίλια μέτρα παραπάνω διαδρομη για να μη περάσω απο κει, ούτε μπετονιέρα ήθελα ν’ ακούσω, ούτε μπάζα να φεύγουν, ούτε αλουμινάδες να αντικρύσω.

Όταν μου ΄πε η μάνα μου οτι δώσαν ρεύμα, πήγα. Βράδι, κλέφτης εντελώς. Φύτεψα ένα πλατάνι εκεί που θα μπορούσα να το βλέπω, όταν και αν περνούσα απ΄τη γειτονιά. Ούτε αν θα βρει νερά για να ψηλώσει ήξερα, ούτε αν θα επέστρεφα ποτέ. Μια στρατιά από “αν”.

Σήμερα, τριάντα χρόνια μετά, νιώθω οτι μισοξεχρέωσα. Κάποια μέρα που θα μπω για να παρκάρω, θα ‘θελα να τον δω εκεί, κάτω απ’ το πλατάνι, μέσα στις γαλάζιες πυτζάμες. Για να πάω να του ψιθυρίσω “στο είπα, μη σκας, χειμώνα καλοκαίρι, εγώ. Δεν πονάς, ε;”.

—-

 

tous les matins du monde

Στη διαδρομή για το Roissy, το λεωφορείο -το φτηνό αρθρωτό, του δεκάευρου, όχι το ξιπασμένο με τις οθόνες, τα ανακλινόμενα καθίσματα και το wi-fi- ανεβαίνει βόρεια κόβοντας δρόμο για να βρει την Périphérique. Εννιάμιση το πρωί, οκτωβριανός ήλιος, καθαρός, η συνηθισμένη κίνηση στους δρόμους και στα πεζοδρόμια, στην γέφυρα της Rue Colaincourt κολλάμε. Για τρία, τέσσερα λεπτά.

Είμαστε ψηλά. Λίγα μέτρα κάτω από τα πόδια μας το κοιμητήριο της Μονμάρτρης, απλωμένο δεξιά κι αριστερά. Πέτρα, μάρμαρο, πράσινο, γκρι, μούχλα, πλακόστρωτο, κι άλλη πέτρα κι άλλο πράσινο κι άλλη μούχλα. Και ησυχία. Από κάτω μας Νιζίνσκι, Μπερλιόζ, η Νταλιντά, ο Ντεγκά, ο Χάινε, ο Stendhal, ο Sax, o  αγαπημένος μου Τρυφώ. Ψηλά εμείς, βιαστικοί πεζοί και σταματημένα ανυπόμονα αυτοκίνητα πάνω στη γέφυρα, τριάντα άνθρωποι μέσα στο λεωφορείο, με τα εισιτήρια και τα διαβατήρια στις τσέπες μας, τις βαλίτσες σωριασμένες στο πάτωμα, αφού και να τις ξανασηκώσεις πάλι θα ξαπλώσουν στην πρώτη στροφή. Η ζωή μας ένα εισιτήριο, ένα ρολόι και πέντε ρούχα σε μια βαλίτσα. Μια όρθια, μια ξαπλωμένη, μια άδεια, μια γεμάτη.

Όλοι κοιτάζουμε έξω και κάτω, τους σινιέ, τους διόροφους, τους τάφους χαμόσπιτα. Τα μάτια μας αγωνίζονται να μπουν στην ίδια ευθεία με τις σκέψεις μας, ίσως το καταφέρνουν για λίγα δευτερόλεπτα και βλέπουν μάλλον αμήχανα την τελευταία στάση μας, το έσχατο terminal. Εκεί που το λεωφορείο σβήνει τη μηχανή και ο οδηγός σου λέει «ως εδώ». Μπορεί η διαδρομή να κρατήσει δέκα χρόνια από σήμερα, τριάντα χρόνια, δέκα μήνες, δέκα ώρες, μισή ώρα από αυτή τη στιγμή. Κανείς δεν το προγραμματίζει αυτό το ταξίδι, κανένα πρακτορείο δεν το πουλάει. Κρυφοελπίζεις μόνο ότι το τελευταίο check in θα σε βρει με υπέρβαρες αποσκευές, με μια ζωή γεμάτη κι όχι ακινητοποιημένη πάνω σε μια γέφυρα, ανάμεσα σε πεθαμένους που παριστάνουν τους ζωντανούς.

Δυο τελευταίες όρθιες βαλίτσες πέφτουν, ξεκινήσαμε πάλι. Νιώθω ελάχιστα σοφότερος, αφού ψευτοφιλοσόφησα, αφορμής δοθείσης. Ο Φρανσουά θα ‘ταν περήφανος για μένα.

…..

Σαράντα λεπτά νωρίτερα, περπατώντας φορτωμένος την Auber, περνάω από εσοχές και εισόδους γεμάτες με ψευτοστρώματα, κουβέρτες, υπνόσακους, φιάλες από νερό, σακούλες γεμάτες ανεκτίμητες περιουσίες, που γράφουν Relay, Monoprix, Leclerc, ακόμη και Lafayette. Και ανθρώπους. Πολλούς ανθρώπους. Σκεπασμένους ως το μέτωπο. Όχι γιατί ντρέπονται. Για να ντρεπόμαστε εμείς, οι ξεσκέπαστοι.

Ως τη γωνιά Scribe και Auber, διακόσια μέτρα διαδρομή, μετράω πάνω από εφτά τέτοια «σπίτια».  Η ψυχή μου σφίγγεται, το στομάχι μου αρχίζει να πονάει, δεν είναι επειδή δεν έφαγα πρωινό γιατί βιαζόμουν. Είναι γιατί πλάι σε κάθε υπνόσακο, σε κάθε αυτοσχέδιο κρεβάτι, σε κάθε άνθρωπο που πέρασε τη νύχτα του μισή σπιθαμή απ’ τα τσιμέντα, είναι απιθωμένη -από κάποια άγνωστα χέρια- και μια χάρτινη σακούλα με μια μπαγκέτα φρέσκο, πρωινό ψωμί μέσα της. Ένα ανθοδοχείο σε κάθε σπίτι. Με το ωραιότερο λουλούδι που έχω δει στη ζωή μου. Όλα τα πρωινά του κόσμου μαζί, δεν είχαν τόσο φως όσο αυτό.

Σταματώ, ψάχνω στην τσάντα, βγάζω τα μυωπικά, φοράω τα ηλίου. Ο ήλιος δεν είναι ακόμη ψηλά αλλά με υγρά μάτια σε ξένο τόπο δεν θέλω να με δουν. Ειδικά ο Φρανσουά.

…..

Σε όλη τη διαδρομή για το αεροδρόμιο, τις ώρες της αναμονής εκεί, τις ώρες που ήμουν στον αέρα, οδηγώντας για το σπίτι, ένας άγγελος έπαιζε μουσική με τα φτερά του. Τον ίδιο σκοπό. Επέστρεψα σπίτι κρυωμένος. Άλλη φορά δεν θα καθίσω, ο απερίσκεπτος, πολύ κοντά στα φτερά..

the insiders

Σε ένα σημείο του The Trip, δεν θυμάμαι ποιό ακριβώς, είναι μαζοχιστική η εκούσια έκθεση σε 107 βασανιστικά επαναλαμβανόμενα λεπτά, ο Steve Coogan δηλώνει εμφατικά στον Rob Brydon «δεν υπάρχει τίποτε που δεν ειπώθηκε και δεν γράφτηκε, συμβιβάσου λοιπόν με την ιδέα του να πεις και να γράψεις απλώς τα ίδια διαφορετικά. Τα ίδια διαφορετικά».

Η ταινία του Γουιντερμπότομ (συμπυκνωμένα 6 επεισόδια, παραγγελία του BBC2) είναι ο ορισμός της σύγχυσης του μεσήλικα σε εμμηνόπαυση. Αυτή δεν είναι road movie, δεν είναι buddy movie, δεν είναι καν νόθο του Γούντι, που ανήκει -βέβαια- ψυχή και σώματι σε άλλη υπαρξιακή κόλαση. Οι πρωταγωνιστές είναι γεννημένοι το 1965, ο σκηνοθέτης το 1961, το ιδανικό mix & match για ένα μπλοκμπάστερ καταστροφής χωρίς ίχνος οπτικού ή ηχητικού εφέ. Ισορροπημένη κυνικότητα, ασφαλής αυτοσαρκασμός, λιγοθυμισμένη αυτοεκτίμηση, ανάπηρο θάρρος, θράσος που κλέβει στο ζύγι, φιλοσοφικές κυβιστήσεις, με και χωρίς οικογένεια, με και δίχως  αύριο, με και δίχως χτες, μια ανεμόμυλοι και μια δονκιχώτες ενώ στο βάθος του μυαλού τους παραμονεύει ο Σάντσο Πάντσα, δεμένος μαζί τους με χειροπέδες και χαμένο κλειδί. Ενδιάμεσα παρεμβάλλονται μερικές ηδονές του γαστήρα και της ανατομικής ζώνης κάτω από αυτόν, όπως συμβαίνει σε κάθε αρσενικό που σέβεται την καταγωγή του, τη λίμπιντό του και τα αενάως ανεξόφλητα χρέη του προς το άλλο φύλο.

Τη ράτσα μας, τη γενιά μας την ξέρω γι αυτό και δεν δικαιούμαι δια να ομιλώ για λογαριασμό της. Είναι ενοχλητική φτήνια να είσαι insider, λέγοντας γι αυτήν στους απ’ έξω ότι επιδιώκει με λύσσα την χρωματιστή, έστω ασπρόμαυρη επιβεβαίωση γιατί αρνείται να δεχθεί το όμορφο ξεθώριασμα. Οτι κυκλοφορεί οπλοφορώντας πάνω σε μουλάρια και Ροσινάντες με red alert στύση -κάθε λογής- γιατί στο παλιό Britannica λεξικό της δεν υπάρχει σελίδα με το λήμμα fail. Οτι συζεί με το άγχος της απόσυρσης και τρέφεται με τους τόκους της αγωνίας του όχι.  Ότι αν της αφαιρέσεις τα όποια ξέφτια εξουσίας έχει ριγμένα πάνω της, ως και ο γυμνός βασιλιάς θα έμοιαζε αρματωμένος μπροστά της.

Λοιπόν δεν έχω κακό λόγο για τους συν πλην πενήντα, τους σιχαίνομαι τους insiders, περισσότερο κι απ’ τους informers. Eκτός κι αν είναι ρουφιάνοι που καρφώνουν τη γενιά τους με την επαγγελματική συνέπεια των παραδοσιακών γενίτσαρων αλλά -όπως είπε κι ο Coogan- διαφορετικά. Πιο αγαπησιάρικα, πιο τρυφερά, πιο στρογγυλεμένα, πιο συμπονετικά. Με γλυκόπικρο σεβασμό, όχι με γλυκόξινη απαξίωση. Δεν θα βγάλουμε μόνοι τα πολύτιμα μάτια μας, πρόθυμα ξένα πληκτρολόγια, φλύαρες Δουλτσινέες  και μερικοί κουρασμένοι Γουιντερμπότομ πάντα θα υπάρχουν.