η παύλα

28588165

 

Κάθε φορά (όχι συχνά) που πηγαίνω στα νεκροταφεία -υποκινούμενος, πάντα, από ιδιοτελείς σκέψεις- διαλέγω να κόβω δρόμο για να φτάσω στον τάφο των προγόνων. Αποφεύγω τις μικρές λεωφόρους που φιλοξενούν την τάχα μου κατανυκτική περιφορά του επιτάφιου πασχαλιάτικα, την τόσο ξεδιάντροπα ειρωνική ανάμεσα σε αμέτρητους ανίκανους κι ανήμπορους ν’ αναστηθούν. Δεν προτιμώ κι εκείνες που οδηγούν στην νέα πτέρυγα, την ολωσδιόλου γυμνή από οτιδήποτε έχει φύλλο πάνω του. Μου μοιάζει η διαδρομή σαν αυτήν στο φινάλε του Τρίτου Άνθρωπου, χωρίς -όμως- ίχνος ζωής στο βάθος του ορίζοντα, χωρίς καμιά σκιά δέντρου, δίχως εκείνο το γενναίο χορταστικό ασπρόμαυρο. Ένα μαυρογκρί ατέλειωτο μόνο, σε μπλούζες, σε φούστες, σε παντελόνια, σε παπούτσια, μαλλιά, λουλούδια. Ακόμη κι αυτά ξεχρωμιάζουν γρήγορα πλάι στους σταυρούς, μέσα σε ταλαιπωρημένα απ’ τον καιρό και τη μοναξιά βάζα.

 

Τέσσερις τάφους μετά την δεύτερη βρύση στρίβω δεξιά, συνεχίζω ευθεία για δώδεκα τάφους, στρίβω αριστερά μόλις αντικρίσω την τρίτη -την καινούργια- βρύση, πρώτα λεκιασμένα μάρμαρα, δεύτερα δεξιά, τέλος.

 

Να πω οτι είναι το κερί ή το καντήλι που θέλω ν’ ανάψω αυτό που με τραβάει ως εκεί, μια φορά στους τρεις, τέσσερις μήνες, ψίχουλο αλήθειας θα ‘ναι. Τόσο δα ψίχουλο. Ξέρω ότι οι γέροντες με συγχώρεσαν που τους επισκέφτομαι τόσο αραιά, δεν είμαι σίγουρος πως εκεί που είναι -δεν το ξεκαθάρισα ακόμη αυτό το «εκεί»- τους νοιάζει κιόλας. Καθείς με τις παρέες του, σκέφτομαι. Περισσότεροι είναι αυτοί, μετρημένοι εμείς. Ακόμη και με τον διπλανό τάφο να πιάσουν κουβέντα, για πότε περνάνε τα χρόνια χωρίς να με δουν να ψάχνω καρβουνάκια και φυτίλι ούτε που θα το καταλάβουν.

Δεν πάω γι αυτό. Μη με ρωτάς αν ντρέπομαι, μάλλον όχι. Αλλά να, πολλές φορές που λιγοψυχώ, που βολοδέρνω, που μαυρίζω, που σκέφτομαι με στομάχι πατσαβούρα το αύριο, το μέσα μου παλεύει να με φέρει στον ίσιο δρόμο, με βάζει στο αυτοκίνητο και με κατεβάζει εκεί έξω. Και με στέλνει να περπατήσω ανάμεσα σε ατέλειωτους αριθμούς με μια παύλα στη μέση. Για να θυμηθώ, να χωνέψω ακόμη μια φορά ότι αυτή η παύλα χρειάζεται να σε νιώθει να την χαϊδεύεις, να την τρέφεις, να την κανακεύεις κι όχι να την αφήνεις νηστικιά. Γιατί το πότε θα σε παρατήσει και θα τρέξει να στριμωχτεί ανάμεσα σε δυο αριθμούς για να κολλήσει για πάντα μαζί τους πάνω σ’ ένα φτηνομάρμαρο, ούτε που θα το καταλάβεις. Ούτε που θα το καταλάβεις…

10 thoughts on “η παύλα

  1. Καθείς, εφ’ ω ετάχθη…
    Και η “Παύλα”, (γράφω το όνομα της με κεφαλαίο Π, γιατί, εκτός από τροφή και κανάκεμα, χρειάζεται και σεβασμό… Πολύ σεβασμό, ίσως, και όχι μόνο, ένα κεφαλαίο Π, αλλά λέω τώρα…), ετάχθη για να μπαίνει ανάμεσα σε 4ψήφια νούμερα και να “φωσφορίζει” εκεί, μην και μπλέξουμε τα μπούτια μας και τα μπερδέψουμε και ατονήσει μέσα μας η ικανότητα της προσθαφαίρεσης…
    ————————–
    Άσχετο: Τώρα που είπα “4ψήφια νούμερα”… σκέφτηκα πως αυτά τα 4ψήφια , σαν… pin(s) δεν μοιάζουν? Σαν pin(s), που “ξεκλειδώνουν” τους κόσμους μας…

    1. καλά τα λες. ειδικά εσύ, που κι αν πέρασαν απ’ τα χέρια σου άνθρωποι που έτρεμαν στη σκέψη πως ίσως δεν φέρθηκαν καλά στην παύλα τους (και μετά ξύπνησαν και συνέχισαν τα ίδια, ξέρω..)

    1. ε καλά, δεν πήγα να στήσω και καντίνα κει μέσα, πάω, βλέπω, φεύγω, δεν είναι τόσο μπρρρ 🙂

  2. σήμερα πέθανε η γιαγιά μου. 102 ετών. σκεφτόμουν πόσο πλούσια έζησε και πόσο άδεια μπορεί να πεθάνω εγώ. τέτοιες σκέψεις. έψαχνα κάτι άσχετο με το γεγονός κι έπεσα πάνω στα λόγια σου. με έκανες να νοιώσω ότι τα συζητούσαμε και δεν τα σκεφτόμουν μόνη μου σκουπίζοντας την μύτη μου κάθε 3 δεύτερα. σ΄ευχαριστώ για το υπέροχο πεζό σου

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s