reasons to be cheerful (part 1,2,3 & 4)

29535577

Εφτά φεύγουμε απ΄το σπίτι της.  «Πεινάω σα λύκος», λέει, «απ’ τις έξη σε περίμενα και είμαι με ένα κουλούρι σήμερα η αρκούδα».

Εντάξει, πενηνταένα κιλά άνθρωπο στο ένα και εξηνταεφτά δεν τον λες και λύκο, πόσο μάλλον αρκούδα αλλά αυτό το «ένα κουλούρι» (κι ας είναι θεσσαλονικώτικο, απ΄αυτά με την τρύπα στη σωστή θέση) εξηγεί πολλά για την πείνα.

Κυλικείο στη Σχολή δεν έχετε παιδί μου;

Έχουμε

Μόνο κουλούρια πουλάει;

Όχι

Tίποτε άλλο να σε ψυχοπιάσει δεν είχε;

Είχε

Σήμερα είναι η μέρα των μονολεκτικών απαντήσεων;

Έλα, κρυάδες

Δεν ήταν. Τουλάχιστον να ξέρω που βρίσκομαι ως προς το πλαφόν ερωτήσεων.

Κλειδώνει και ρωτάει «να πάρω λεφτά μαζί;», «δεν είσαι σοβαρή, είσαι μαζί μου και θα πάρεις λεφτά; άμα θες βάλε ένα τάλιρο για να μη νιώθει το πορτοφόλι μοναξιά», «τόσα έχω, να πάρω κανένα εικοσάρικο;», «σοβαρέψου». Eίπε ο Άρχων της Σωφροσύνης.

Πηγαίνει προς την στάση του αστικού. Την αποπαίρνω, «έλα παιδάκι μου που θα ανεβαίνουμε στα αστικά, παίρνουμε ένα ταξί και πάμε σε δυο λεπτά, που θα περιμένω τώρα σε στάσεις». Τα παιδιά είναι σκληρά σήμερα, σεβασμός μηδέν. «Έλα ρε Άδωνι που ζορίζεσαι στα λεωφορεία». Δεν απαντώ, χαμένος θα βγω. Σηκώνω χέρι, ορμάνε προς τα πάνω μας τρία ταξί, κερδίζει ένα που παραλίγο θα μας πάταγε απ’ τη βιασύνη, μπαίνουμε, δίνουμε στίγμα, σε τρία λεπτά μας αφήνει, «τρία και είκοσι, το ελάχιστο», δίνω τρεισήμισι, άμα βγαίνεις έξω με το παιδί σου -πέντε φορές το χρόνο, κι αν- είσαι λαρτζ σε όλα. Ο Βασιλιάς του Δίνειν.

Περπατάμε και χαζεύουμε καφέ, βιτρίνες, δισκάδικα, ανάπηρους, περίπτερα, κάδους, περιστέρια, τη θάλασσα. Περπατάμε, την αγκαλιάζω, τη φιλάω στο κεφάλι, τραβάω το χέρι και πιάνεται το μανίκι στα μαλλιά της. Το ξεμπλέκω, με πολύπλοκη διαδικασία. «Μπορείς σε παρακαλώ να ελέγχεις λίγο περισσότερο τον ενθουσιασμό σου πριν μείνω εντελώς φαλακρή;». Σεβασμός υπό το μηδέν. Χαμογελάω όμως και μέσα μου βράζω, «όταν ο άλλος σε στριμώχνει και σ’αγκαλιάζει και σου κάνει το μαλλί μαντάρα, τσιμουδιά όμως, ε ; ε ;», αυτά τα σκέφτεσαι και τα θάβεις γρήγορα γιατί άμα μεγαλώσουν βγάζουν και μαχαίρι και το στρίβουν στην πληγή και τέλος πάντων, άμα έχεις κορίτσια ξέρεις, άμα δεν έχεις διάβαζε να μαθαίνεις.

Πού θα πάμε;

Δεν έχω ιδέα, αλλά με τρομάζει η ψυχραιμία μου.

Θα δεις

Να δω αλλά σήμερα. Αύριο θα είναι αργά, θα χρειάζομαι ορό

Οι εξυπνάδες της μάνας της, καρμπόν. Στη μια παίρνεις κι άλλη μια -βελτιωμένη έκδοση- δώρο.

Περνάμε ένα, δυο, τρία.

Δεν σ’ αρέσουν αυτά; καλά είναι, φάτσα Θερμαικό

Δεν έχουν κόσμο μέσα. Άρα τα φοβάμαι. Λίγο πιο κάτω πάμε.

Ξέρεις πού πάμε ρε μπαμπά;

Τrust me

Ώπα ο κέμπριτζ

Ο ποιος;

Δικά μου, άσ’το

Αριστερά ΑΤΜ. Σταματώ και βάζω κάρτα.

Είπες να μην πάρω λεφτά

Τι σχέση έχει αυτό;

Ε και τι θα βγάλεις από κει; νερό ή καφέ;

Σοβαρέψου

Εγώ;

Δρόμο έχω μετά, ας βρίσκονται στην τσέπη, δεν ξέρεις

Μα θα σου δώσω εγώ απ’ το σπίτι, μου τα δίνεις την Παρασκευή που θα ΄ρθω

Σοβαρέψου

Ενώ εσύ ,ε ;

Τα ηλίθια τα ATM έχουν γεννηθεί για να σε ρεζιλεύουν στα παιδιά σου, την πιο ακατάλληλη στιγμή. Λυπόταν το γαμωμηχάνημα αλλά δεν θα μπορούσε να μου δώσει ευρώ τσακιστό εκείνη την ώρα.

Πάμε, δεν βγάζει, δεν πειράζει, έτσι κι αλλιώς δεν τα χρειάζομαι

Και γιατί πήγες να κάνεις ανάληψη; κάνεις συλλογή από χαρτάκια;

Καρμπόν λέμε. Μια συν μια δώρο. Και το κακό –στο λένε αφού απομακρυνθείς απ’ το ταμείο – είναι ότι κρατάς την πρώτη και κάποια στιγμή σου παίρνουν την δεύτερη. Διάβαζε να μαθαίνεις.

Φτάνουμε εκεί που καφέδες ήπια, δυο τρεις φορές αλλά δεν κάθισα για φαγητό ποτέ. Κρίνοντας απ’ την τιμή του καφέ, το ψωμί πρέπει να χρεώνεται ένα δεκάρικο. Και βάλε. Κοντοστάθηκα για νανοσεκόντ έξω απ’ την πόρτα πριν πω «εδώ είμαστε». Μερικά παιδιά καταλαβαίνουν τι σκέφτεσαι πριν καν εμφανιστεί στους νευρώνες του μυαλού σου.

«Ξέ-χνα το»

«Γιατί; αφού στο έχω πει δέκα φορές ότι ήθελα να ρθουμε εδώ με την πρώτη ευκαιρία»

«Ο-χι»

«Ναι, λοιπόν, πάνω όροφο, πρώτο τραπέζι μπροστά, δρόμος και θάλασσα, τέλεια»

«Δεν θέλω ρε παιδάκι μου εδώ, πέντε ευρώ ο καφές κάνει, σου περισσεύουν εξήντα ευρώ;»

«Μπορείς για μια μέρα να αφήσεις τα κομμουνιστικά; θέλω εγώ, άσε τα πείσματα, αφού κι εσύ θες κατά βάθος»

«Δεν θα στο συγχωρήσω ποτέ αυτό, ποτέ»

«Καλά, μπορώ να ζήσω κι έτσι»

Μιλούσαμε κι έψαχνα με την άκρη του ματιού κανένα εξημερωμένο ATM. Τίποτε. Όταν τα χρειάζεσαι, έχουν πέσει όλα για ύπνο απ΄τις εφτά το απόγευμα. Το κοντινότερο σίγουρα θα ήταν κατά Χαριλάου μεριά. Αλλά δεν βλέπεις θάλασσα εκεί. Ακόμη. Με τον Μπουτάρη ποτέ δεν είσαι σίγουρος.

Μπαίνουμε, ανεβαίνουμε, πέντε παρέες, όλες για καφέ. Ωραία, και δυο τραπέζια μπροστά γεμάτα, για φαγητό. Με εμάς τρία. Στα έξη. Καλό ποσοστό εν μέσω κρίσης, καθημερινή, νωρίς. Έχει ζέστη, η θέα είναι ψυχοταίστρα, έχει ωραία μουσική, σωστό φωτισμό, η μικρή είναι δίπλα μου, έχω ξεχάσει όλα τα άσχημα, ακόμη και τα ATM. Δε γαμιέται, σκέφτομαι, γι αυτό υπάρχουν και πιστωτικές. Βολεύομαι, κάθεται πλάι μου, «ωραία είναι;», «βρε ωραία είναι αλλά δεν θα στο συγχωρέσω ποτέ», χαμογελάω, θέλω να της χαϊδέψω τα μαλλιά αλλά θα μας ακούσουν μέχρι τον Εύοσμο και την Καλαμαριά μετά, δεν είναι εποχές αυτές για να ξεφτιλιζόμαστε σε δυτικές και ανατολικές συνοικίες.

Στο πορτοφόλι υπάρχουν σαρανταοκτώ ευρώ και κάτι κέρματα, λιμά. Έκπληξη ήθελα να της κάνω, να τη δω, να πιούμε έναν καφέ μαζί, να φύγω. Δεν ξεκινάς με βιβλιάριο καταθέσεων όταν πας να κάνεις έκπληξη. Τώρα σαρανταοκτώ ευρώ συν τρεις πιστωτικές. Αφού η ανάληψης δεν τα κατάφερε, θα καθαρίσουν αυτές. Βενζίνη για την επιστροφή έχω. Αλλά πρέπει να χωρίσω τέσσερα κι ογδόντα για τα διόδια. Συν τρία και είκοσι για το ταξί. Εκτός κι αν πάρουμε το 3 ή 31 ή δεν ξέρω γω πως είναι βαφτισμένο, που θα μας αφήσει εκατό μέτρα απ’ το σπίτι. Αλλά όταν τη βγάζει έξω ο μπαμπάς, δεν μπαίνουμε σε αστικό. Σκέφτεται ο μικροαστός. Που είναι ευτυχισμένος τώρα και τίποτε δεν μπορεί να του τσαλακώσει αυτή την ευτυχία.

Εκτός από τον σερβιτόρο.

Που μας αφήνει από έναν κατάλογο, συν έναν για τα ποτά, συν μια διευκρίνιση «υπάρχουν και δυο πιάτα ημέρας που δεν υπάρχουν στον κατάλογο» συν ένα κερασάκι για την τούρτα «και πρέπει να σας ενημερώσω ότι δεν δεχόμαστε πιστωτικές κάρτες».

Είναι πολύ μαλάκας ο υπεύθυνος ηλεκτροφωτισμού της πόλης τελικά. Έσβησε όλα τα φώτα στην παραλιακή απ΄τις εφτάμιση το απόγευμα. Ο βλάκας.

Λέω στον σερβιτόρο «σ’ευχαριστώ, σε πέντε λεπτά θα είμαστε έτοιμοι» και χώνομαι μέσα στον κατάλογο. Πολύ μέσα. Σχεδόν κρύβομαι μέσα στις σελίδες για να μη δει η μικρή τα μούτρα μου που πάνε να σκάσουν από τα νεύρα, τα παιδιά όμως σήμερα καταλαβαίνουν το αίμα πριν καν χυθεί, το μυρίζουν όταν πηχτώνει και κυλάει πιο δύσκολα μέσα στις φλέβες και τις αρτηρίες, «σου το λεγα εγώ, θα σε φάει το πείσμα σου» , «μμμ, έχουν και ριζότο, μια χαρά, διάλεξε τι θέλεις για να δω κι εγώ τι θα πάρω», «θα σε σκοτώσω μόλις βγούμε έξω» , «ωραία αυτά τα tempura λαχανικών, να τον ρωτήσω τι είναι», «είσαι απίστευτος γαμώτο, μ΄έφερες εδώ που το μόνο μονοψήφιο είναι το κουβέρ», «σταμάτα να σκέφτεσαι τα λεφτά, άμα μας φέρει τη δραχμή ο δικός σου τότε να αρχίσεις να τα μελετάς, μάθε να ευχαριστιέσαι τα ωραία χωρίς τύψεις», «ο δικός μου σε μάρανε, όχι τα λούσα που θες, με ένα πενηντάρικο που θα δώσεις εδώ βγάζεις εισιτήριο για Ρώμη γαμώτο, θα σε σκοτώσω».

Ναι αλλά άμα βγάλεις εισιτήριο για Ρώμη, δεν θα πάμε μαζί. Οπότε θα το φάω εδώ το πενηντάρικο, μαζί σου. Οι καλές σκέψεις, οι υστερόβουλες, από μέσα γίνονται και δεν βλέπουν ποτέ το φως. Γιατί μετά θα ακουστούμε μέχρι τη Χαλκιδική. Και δε μ΄αρέσει καθόλου η Χαλκιδική, όχι να με πιάνουν και στο στόμα τους κιόλας.

Είπε «πενηντάρικο».

Γιατί είπε «πενηντάρικο» ;

Μαλακισμένα ΑΤΜ. Μαλάκες μαγαζάτορες. Δεν θα σας έδινα κάρτα του Ταχυδρομικού Ταμιευτήριου, απ τις καλές θα σας έδινα. Εθνικές, Alpha, τέτοιες χρυσές και ασημένιες. Ηλίθια όντα. Βλαμμένοι.

Τι σκέφτεσαι να πάρεις;

Δεν ξέρω μωρό μου, δεν πολυπεινάω κιόλας, έχω και χιλιόμετρα μετά, μια σαλάτα και ένα ποτήρι κρασί μια χαρά μου φαίνονται

Σαλάτα; με οκτώ και δέκα ευρώ σαλάτα; Από πού τα φέρνουν τα μαρούλια δηλαδή; από τα Χάροντς;

Δεν πουλάνε μαρούλια στα Χάροντς αγάπη μου

Καλά, μιάμιση φορά πήγες, μας πουλάς και μούρη

Ίδιες ρε πούστη μου. Twins. Evil.

Εγώ θα πάρω αυτά τα μπιφτεκάκια με τη μοτσαρέλα και το pesto.

Δεν θέλεις ριζότο;

Δώδεκα ευρώ για ριζότο δεν δίνω

Εγώ θα δώσω

Τότε φάε εσύ ριζότο

Δεν θέλω να φάω ριζότο. Ταλιατέλες με σύγλινο και μορέλες θα φάω

Μπλιαχ λέμε, μπλιαχ, με μορέλες μεγάλωσες εσύ; τι είναι οι μορέλες θεέ μου; ποιανού κόρη είμαι γαμώτο;

Καλά, όταν θα γίνει ο δικός σου κυβέρνηση και θα τρώμε μόνο λαχανίδες τότε ξανακάνε μπλιαχ

Be serious

Ώπα η οξφορδιανή

Με κοιτάει λοξά δολοφονικά, είναι όμορφη και όταν αγριεύει. Μη σου πω και πιο όμορφη.

Στο χρώσταγα μωρό, πάτσι, να παραγγείλουμε τώρα;

Παραγγείλαμε.

Δεν είχε το κόκκινο που ήθελε, του είπε «λευκό όχι ξηρό, τι;», της πρότεινε ο “dendexomastepistotikeskardiamou” ένα moscato d’asti, είπε «εντάξει», το τρελάθηκε. Kι εγώ μαζί. Που με κάθε μπουκιά έκανα προσθέσεις και αφαιρέσεις ανάμεσα σε κουβέντες και χαμόγελα και γέλια και ωραίες σκέψεις.

Τα σκουπίσαμε τα πιάτα μας πάντως. Και παραδέχτηκε «είχες δίκιο τελικά, όλα ήταν πολύ ωραία, η παρέα όμως περισσότερο». Και έλιωσα από ευτυχία εκεί μπροστά σε όλους αλλά συνήλθα και ξαναστερεοποιήθηκα, μη νομίζουν πως δοκιμάζω κόλπα για να εξαφανιστώ πριν έρθει ο λογαριασμός.

Που ήρθε, γύρω στις εννιά παρά και έλεγε «40». Στρόγγυλα.

Υπό άλλες συνθήκες θα ‘λεγες «ρε τους γαμιόληδες, κρίση, ξεκρίση, δεν χαμπαριάζουν τίποτε». Τώρα όμως ξεφυσάς ανακουφισμένος και σου ξεφεύγει ένα «δεν ήταν και πολλά τελικά» για να εισπράξεις το «είσαι εκτός τόπου και χρόνου εσύ, δεν πας καλά, το λέει και η μαμά». Νταξ, το εμπεδώσαμε.

Πάντως με άφησε και της έφτιαξα ένα τσουλούφι που έκρυβε το δεξί της μάτι, αδιαμαρτύρητα. Και είπε «σ’ ευχαριστώ, παραήταν όμορφα» και μετά είπαμε κι άλλα δικά μας την ώρα που σηκωθήκαμε και κατεβαίναμε τα σκαλιά και βγήκαμε στο δρόμο και με άφησε -ίσως είχε πυρετό, δεν ξέρω- να την πάρω αγκαλιά για τριάντα δευτερόλεπτα και είπε μετά «πάμε στη στάση» και είπα «δεν πας καλά, δεν τα βλέπεις τα ταξί κει πίσω; σαν την Κριστίν περιμένουν να δουν σηκωμένο χέρι για να ανάψουν φώτα και να χυμήξουν», και είπε «σαν ποιάν;» και δεν πειράζει που δεν τα ξέρουν όλα, ήδη ξέρουν πολλά και μαθαίνουν κι άλλα και μεις μαζί τους, δεκατόσα χρόνια πριν την έβαζα σε παιχνίδια στη Σαλαμίνα, τώρα πίναμε μαζί κρασιά από την άλλη πλευρά της πόλης και άμα είναι να μπορείς να αγοράζεις λίγη ευτυχία με σαράντα ευρώ, λες χαλάλι και τα σαράντα κι αν με άκουγε –ή με διάβαζε- θα έλεγε «τα καλύτερα δεν θέλουν λεφτά» και θα της έλεγα «το ξέρω παιδάκι μου, μα άλλα είπαν οι Flying Lizards » και θα ‘ λεγε «οι ποιοί;» και μετά δεν θα τελείωνε ποτέ αυτό το ποστ.

Όταν πάρκαρα στην πυλωτή, δυο ώρες και δέκα λεπτά αργότερα, είχα στην τσέπη εβδομήντα λεπτά ακριβώς. Αλλά -κοινότυπο, ξεκοινότυπο, δεν θα κάθομαι  τώρα να βρίσκω λέξεις για να βγει εντυπωσιακός ο επίλογος- καιρό είχα να νιώσω τόσο πλούσιος.

♪♫

20 thoughts on “reasons to be cheerful (part 1,2,3 & 4)

  1. Όπου βάζετε 4,80, μου βγάζετε το ίδιο αποτέλεσμα.

    Καλά σας κάνει. Πρέπει να σας κάνει και χειρότερα.

    1. τωρα το παρατηρώ! και να μη πιστεύεις στην αριθμολογία, αρχίζεις να το σκέφτεσαι….

      (δεν παραπονιέμαι. είμαι στωικός και περιμένω)

  2. Γαμώτο τόχω ζήσει το έργο, έτσι ή κάπως έτσι. Δυο χρόνια μετά έφαγα μια πίκρα. Λες κι ήταν άλλο παιδί. Αλλάζουν τα παιδιά ή μήπως φταίει η απομυθοποίηση της σχέσης;

  3. κύριε kapa, σας έχει βάλει η wordpress να μας “αναγκάζετε” να συνδεθούμε…

    να περνάς καλά! και με την αρχική και με τη βελτιωμένη έκδοση! 🙂

  4. Δεν ξέρω αν θυμάσαι (δεκαετία του ’60… μάλλον δεν θα θυμάσαι) κάτι υπαίθριους φωτογράφους, γύρω απ’ τον Λευκό Πύργο, που μαζί με την (σχεδόν) στιγμιαία φωτογραφία, σου έδιναν και το αρνητικό της…
    Ε,… έτσι σαν το αρνητικό της “φωτογραφίας” σου ένιωσα, διαβάζοντάς σε και ενθυμούμενη παρόμοιες σκηνές με τον “σοβαρό” στο Colchester και με τον… “ανάρχα” στην Μυτιλήνη…
    ——————————-
    Σχόλιο Νο 2
    Ο σύζυγός μου, δεν ασχολείται καθόλου με το τί κάνω στο Διαδίκτυο… Καθόλου, λέμε.
    Ωστόσο, επειδή αυτό το ποστ μου άρεσε πάρα πολύ και έτυχε να κάθεται κοντά μου όσο το διάβαζα, του πρότεινα “κάτσε να σου διαβάσω κάτι πολύ όμορφο, που έγραψε ο Κακομοίρης”. Το άκουσε προσεκτικά (αν και μεγάλο), χωρίς να δείξει ούτε ενθουσιασμό, ούτε συγκίνηση… τίποτα, σαν γκουρού ένα πράμα και στο τέλος, σηκώθηκε, πήρε το “εργαλείο”, που τον συνδέει με την ζωή στο σπίτι, δηλ το τηλεκοντρόλ (εντάξει, κάνω και λίγη πλάκα) και μουρμούρισε:
    -Ανάξια… ανάξια γυναίκα. Μια κόρη, δεν μπόρεσες να μου κάνεις…
    🙂

Leave a Reply to kapa Cancel reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s