-Έχεις καραβίδες;
Έγνεψε ναι, άφηνε τα δυο τσιράκια να κάνουν τη βρώμικη δουλειά με το μπίρι μπίρι στους πελάτες, σπάνια του ‘παιρνες λέξη. Τόσα χρόνια πούλαγε ψάρια, πήρε τα χούγια τους στο τέλος.
Μου ΄δωσε ένα κιλό, τι ειν’ η καραβίδα, τι το ζουμί της και το κιλό της, μα δεν είμαστε για χυδαίες γαλαντομίες τέτοιες εποχές. Αίμα φτύσαμε να ξεκολλήσουμε από γαύρο, σαρδέλα και τσιπούρες κολεγίου. Είπαμε ένα Σάββατο να τον ρίξουμε μια στάλα έξω τον προϋπολογισμό, με τέτοιες πύρρειες νίκες κοροϊδευόμαστε αφού το εμπεδώσαμε πως στο τέλος του μήνα -ποιο τέλος, λίγο μετά τα μισά δηλαδή- πάλι θα φτύσουμε αίμα γονατιστοί και ικετεύοντας τα γαμημένα άλυτα μαθηματικά να μας κάνουν τη χάρη.
Ξεκίνησα να φύγω, θυμήθηκα -ένεκα των ημερών- ότι οι καλές ήττες θέλουν και καλό θέαμα. Με 1-0 κανείς δεν διασκεδάζει, ούτε καν η απελπισία σου. Μερικοί χαιρέκακοι μοναχά, που τους αρκεί να σε δουν με σκυμμένο κεφάλι. Κι ας μην έχουν βάλει στο στόμα τους ψίχουλο από νίκη κι αυτοί, εδώ και δέκα αιώνες. Τα γνωστά..
-Το περασμένο Σάββατο είπες ότι έχεις και τοννάκια. Έχεις σήμερα;
Δεν ξέρω τι ράτσας παρόρμηση μ’ έκανε να ζητήσω το στεγνόψαρο. Ίσως μια περιέργεια να δω τι είδους γεύση θα ΄χει το μέσα μας, αν καταδεχτεί να μας δαγκώσει βαθιά κάποιος τολμηρός. Πήρα άλλο ένα γνέψιμο, πήρα και το λάφυρο. Ενάμιση κιλό βγήκε. «Ωραίο μωρό» είπε. Πήγα να τον ρωτήσω αν θα το κόψω φέτες κάθετα, έτσι είδα να το σφαγιάζουν στην τηλεόραση και να το πασαλείβουν με διάφορα περίεργα πριν το βάλουν στη φωτιά, κατάλαβε τι σκεφτόμουν. Μερικές φορές με τρόμαζε αυτός ο άνθρωπος. Ειδικά όταν μίλαγε κιόλας.
-Μη το κόψεις εσύ, άσε να στο φιλετάρω εγώ.
Θεός. Όπως στο λέω, με Θ μπερεκετλίδικο. Τον καλύτερο πλαστικό να έφερνες εκεί, πλάι του, στον μαρμάρινο πάγκο, θα ντρεπόταν για την αγαρμποσύνη του. Δεν ξέρω τι τους μαθαίνουν εκεί στις ιατρικές, αυτός εδώ πάντως δεν είχε χέρια, λέιζερ είχε. Είχα δει ένα φιλμάκι με έναν υπέργηρο σούσι μάστερ, ευτυχώς ποτές δεν θα μάθαινε ο γιαπωνέζος για τον δικό μου γιατί θα έφευγε απ΄ τον μάταιο τούτο κόσμο με μιαν αβάσταχτη πίκρα. Μια περηφάνια -εντελώς άκαιρη και άκυρη- για τις δεξιότητες του ψαρά μου μπήκε απ’ τον δεξιό μου δείκτη και βγήκε απ’ τον παράμεσο του αριστερού χεριού, σε δευτερόλεπτα, σαν κλέφτης. Χώρο για να φιλοξενώ παραπανίσιες περηφάνιες δεν έχω, εδώ καλά καλά δεν μπορώ να στεγάσω τις λιπόσαρκες κι αμφιλεγόμενες δικές μου.
Μπήκα στο αυτοκίνητο, με τις μπλε σακκούλες. Πεπεισμένος πως και η Αργεντινή κάπως έτσι ξεκίνησε το δρόμο για την οικονομική καταστροφή. Μόνο που εκεί δεν φταίγαν τα ψάρια, μόνο με steaks και βαριές κόκκινες σάρκες καταγινόταν. Ακούγοντας Gardell στα σφαγεία και τα χασάπικα, όχι Οικονομόπουλο όπως στο ψαράδικο. Όλεθρος με όλεθρο έχει διαφορά. Ούτε αυτό μπορούμε να κάνουμε με στυλ, μόνο γράφουμε και ομφαλοσκοπούμε και κάνουμε voodoo σε ξένες κατσίκες και μιρμιριάζουμε και φτου κι απ’ την αρχή, σε random play. Για το σασπένς της επανάληψης. Χίτσκοκ σε μιούζικαλ. Ούτε καν. Σε οπερέτα, λόου μπάτζετ όλα, ακόμη και οι καταστροφές.
Τακτοποίησα τις σακούλες στο ψυγείο, κατέβασα απ’ τη ντουλάπα την τσάντα με τα μαγιώ, αφού μια ζέστη την έβγαλε έξω και φουρφούρισε το μέσα μου και περίσσευαν στο ντεπόζιτο δεκαπέντε ευρώ αμόλυβδης. Μου ξέφυγε μια τρυφερή βρισιά, γιατί πρόλαβε και την ξανασήκωσε, μετά το πρώτο -πρώιμο για μας τους βόρειους- μπάνιο της σαιζόν. Την σήκωσε για να μη παίρνουμε θάρρος, κι εμείς και τα μάτια μας, βλέποντας χρωματιστά μαγιώ και πετσέτες. Ξαναπήρα τη βρισιά πίσω, την αδίκησα, σοφή γυναίκα. Γλιτώνουμε πολλά λεφτά από ψυχοφάρμακα με τις αλχημείες της.
Πήρα τηλέφωνο να την ρωτήσω αν θα πάμε θάλασσα και αν θα βάλω τις καραβίδες στην κατάψυξη. Έδωσε οδηγίες, άκουσα γέλια, κάπου έπινε ακόμη καφέδες (δεν νομίζω τσίπουρα, τα αντιπαθούν, καμιά μπίρα ίσως) με άλλες όμοιές της. Καλά κάνουν τα κορίτσια, άμα τρέχεις σε μανάβικα, ψαράδες και μπακάληδες σαββατιάτικα, μυρίζει πλαστικές σακκούλες το μέσα σου και δεν είναι ωραίο να αφήνεις να μυρίζει το μέσα τους αφού μ’ αυτές τις, έστω λειψές, ευωδιές τους παρηγοριόμαστε ακόμη. Ένα γέλιο που ξεχώρισα στο τηλέφωνο είχε ωραία μυρωδιά, γνώριμη. Σαν καταφύγιο. Ξένο, εντάξει, αλλά γι αυτό υπάρχουν τα καταφύγια, δεν είναι σπίτια, για μια-δυο μέρες, νύχτες, ώρες σε βάζουν μέσα τους για να σε προστατέψουν απ’ τη μονοχρωμία έξω. Μου ξέφυγε ένα χαμόγελο, το ξανάβαλα γρήγορα στη θέση του. Με τα αδέσποτα χαμόγελα μπορείς να καείς, άμα είσαι απρόσεκτος, πριν καν πεις τσαφ. Εδώ ο κόσμος καίγεται κι εσύ χαμογελάς επειδή σκέφτεσαι αλλότρια χρωματιστά;
Η ώρα ήταν περασμένες δυο. Ξετύλιξα το ωραίο μωρό. Τα κάρβουνα έξω σχεδόν έτοιμα. Οι τρεις μας τώρα. Εγώ, το μωρό, η φωτιά. Πριν τις δυόμισι, είπε, θα είναι σπίτι. Τρώμε και φεύγουμε στη θάλασσα το απόγευμα, να κόψει λίγο ο αέρας….
Όχι ρε, να μη κόψει, να φύγουμε, να πάμε να ανεμοδαρθούμε, να πιούμε τις μπίρες μας, να ανάψουμε με χίλια ζόρια τσιγάρο, να φάμε την άμμο στα μούτρα και αφρούς απ΄τα κύματα, να ξεχαστούμε μια στάλα, να βγούμε δυο, τρεις ώρες απ’ τις σακούλες μας. Απ’ αυτές τις μεγάλες, με τα φερμουάρ, που βλέπω να μας γλυκοκοιτάζουν τις νύχτες στο CSI.
♪
Γιου ρουλ (που θα έλεγαν κι οι σύμμαχοι). Κι εσύ και το μωρό σας. Υπέροχο κείμενο, απολαυστικό. Μ’ έκανες να λαχταρίσω ανεμοδαρμένες μπύρες.