Vuelvo al Sur

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

Ούτε είκοσι χιλιόμετρα μείναν πίσω και η ομίχλη είναι ήδη πηκτή σαν πόριτζ. Χρειάζεσαι κουτάλι για να την παραμερίσεις, μπας και διακρίνεις κάποια γραμμή μπροστά, τις μπάρες δεξιά, να βρεις ένα στίγμα πορείας πριν συναντηθείς με φώτα κόκκινα και η κατάσταση γίνει ξάφνου εξαιρετικά πολύπλοκη. Και δεν είναι πολλά αυτά που μπορείς να κάνεις με το κουτάλι μετά.

Κλείνω το ραδιόφωνο. Ζόφος. Ομίχλη έξω, αναθυμιάσεις, δυσωδία μέσα. Σκαλίζω το ντουλαπάκι του συνοδηγού (πολύ επικίνδυνη μανούβρα) να ‘βρω cd μπας και πάρω αέρα, μείναν ακόμη κοντά διακόσια χιλιόμετρα, δεν βγαίνουν χωρίς ανάσα. Ούτε στο απέραντο γαλάζιο τα κάναν αυτά τα κόλπα κι εγώ είμαι βουτηγμένος από την ώρα που ξεκίνησα στο ατέλειωτο γκρίζο που όλο και βελτιώνεται, προσπαθώντας να αγγίξει την τελειότητα του αδιαπέραστου από φως.

Το Hammond του Matthew Fisher σπάει την ησυχία. Κάνει την θολούρα έξω ένα εκατομμύριο μικρά κομμάτια κι αυτά αυγατίζουν, γίνονται δυο εκατομμύρια, τρία, τέσσερα, δέκα, φτιάχνουν σχέδια σαν σε καλειδοσκόπιο και κολλάνε στο παρμπρίζ προσπαθώντας να το σπάσουν και να τρυπώσουν μέσα ή να βγουν έξω ή να μου πουν κάτι, αγνοώ τι. Σκέφτομαι σαν αμοιβάδα. Δεν έχω βάλει τίποτε στο στόμα, έναν καφέ μονάχα κι αυτός προσπαθεί φιλότιμα να ξεχυθεί από μέσα μου, I was  feeling kinda seasick  πάνω σε μια λωρίδα ξηράς, είμαι πιο pale κι απ΄ τα στιχάκια. Ποτέ ξανά νηστικός στο δρόμο. Κόκκινο φως μπροστά, φρένο, προσεύχομαι να κάνει το ίδιο κι ο από πίσω, αν υπάρχει. Για να συνεχίσουμε να υπάρχουμε και οι δυο.

Μόλις προσπέρασα μια μικρή πινακίδα δεξιά χαμηλά, που έγραφε -θαρρώ- 422. Στην οθόνη του cd γράφει -γι αυτό είμαι σίγουρος- Why. Θα ήταν αληθινά ανατριχιαστικό αν συνέβαινε το αντίθετο.

Why don’t you ever learn to keep your big mouth shut..

Πράσινα φανάρια, ψηλά. Μετέωρα. Γιρλάντες που κρέμονται απ΄ το πουθενά. Έχει κάτι το μεταφυσικό αυτή η ομίχλη, κατεβάζω κι άλλο ταχύτητα για να τα χαζέψω, πρώτη φορά παρατηρώ τόσο όμορφο χρώμα σε τόσο λερωμένο ουρανό. Θα μπορούσα να μείνω εδώ για ώρες, βουτηγμένος βαθιά σ’ αυτό το πράσινο. Μετά θα έμενα για πάντα, άσχημα στριμωγμένος ανάμεσα σε ζουληγμένες λαμαρίνες, κερδίζοντας -κάπως άδοξα, ομολογώ- τα  λίγα λεπτά που μου έταξε ο Warhol.

Μπροστά μου η μεγάλη ανηφόρα. Καμιά ανατριχίλα. Κάποτε έφτανα εδώ -το ψυχολογικό τέλος της διαδρομής, μόλις έφτανες στην κορυφή αντίκριζες την πόλη- και πετάριζε η ψυχή μου, στην ιδέα και μόνο τι καλούδια θα την ταΐσω. Τώρα λουφάζει. Tης είπα και ψέματα, νότο της υποσχέθηκα,  δυτικά λοξοδρόμησα. Έτσι μεγαλοπιάνομαι και στο τέλος πικρά θα μετανιώσω που χαριεντίζομαι τόσο παιδιάστικα μαζί της.

Στρίβω στον περιφερειακό, ξεμύτισε ήλιος, πολύ γρήγορα. Τόσο γαλαντόμος που τρυπάει τα μάτια, δίχως οίκτο. Όπως ο Sandman. Με προσπερνάνε -με 180, ίσως και παραπάνω- 428 εγγυημένες συντάξεις, πάνω σε τέσσερις ρόδες. Δεν ξέρω γιατί βιάζεται αυτός με το R8.  To cd έχει απαντήσεις για όλα. Everyone is trying to get to the bar.

Ιδέα δεν έχω τι ακούνε μέσα σε πανάκριβα αυτοκίνητα. Kαι τι ρότα δείχνει η πυξίδα τους. Ίσως προς τα εκεί που nothing ever happens. Δεν το ξέρουν όμως. Αυτό λένε τα στερεότυπα μου, αυτά εμπιστεύομαι σήμερα.

Έλα μωρό μου, σε ένα τέταρτο είμαι εκεί. Ήπιες καφέ; Ναι, έχουμε λίγη ώρα.

 

—-

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Twitter picture

You are commenting using your Twitter account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s