τόνικ (με λίγο τζιν)

pelion2

Tην παρακαλάω, μάλλον όχι πειστικά, να φύγουμε ένα-δυο βράδια τον Σεπτέμβρη. Οι δυο μας, βρήκα ένα ωραίο μέρος στο βουνό που βλέπει θάλασσα, αν έχει ζέστες κατηφορίζουμε και βουτάμε, τις νύχτες πάλι πίσω στη δροσιά. Με αποπαίρνει. Πολλά τα χιλιόμετρα, πολλά τα λεφτά, Οκτώβρης εν όψει, βουνό τα έξοδα. Αντιλέγω. Δεν ήταν καλοκαίρι αυτό το κολοβό, θέλει άδειασμα το μυαλό μας, δεν θα φτωχύνουμε με δυο κατοστάρικα λιγότερα στο συρτάρι. Επιμένει. Δεν αδειάζει το κεφάλι μας, τέτοια ράτσα είμαστε, ματαιοπονείς. Ματαιοπονώ, το ξέρω, με ξέρει.

Κάθε φορά που βλέπω τέτοιες εικόνες, λιμπίζομαι εμάς μέσα στο κάδρο. Καφέδες το πρωί με τη δροσιά, σουρτούκια μετά, καμιά μπίρα το μεσημέρι, έναν -ακόμη- καφέ το απόγευμα, βόλτες τριγύρω, ίσως δυο γουλιές τσίπουρο ή ρετσίνα (καλύτερα ρετσίνα που δεν πειράζει στο στομάχι) και τσιμπολόγημα -θα ΄χουν λιμπιστικά παïδάκια που αρπάξαν λίγο στο λιπάκι, δεν θα ΄χουν; – το βράδυ. Kι αν δεν μας κοιτάξουν πολύ λοξά ζητάμε κι ένα μαρτίνι για τη χώνεψη. Ενδιάμεσα ο,τι προκύψει, αν προκύψει, δεν μπαίνουν σε καλούπια και πρόγραμμα αυτά. Γιατί όντως υπάρχουν στιγμές που θυμάσαι ότι υπήρξες (και εξακολουθείς κατά, απαλλαγμένες από αιμοβόρους αριθμούς, περιόδους να είσαι) ζευγάρι αλλά όλο και συχνότερα η συγγένεια, αυτή η ρουφιάνα που μεταμφιέζεται σε αγάπη και νοιάξιμο και φροντίδα (ή αντίστροφα, δεν ξέρω), μας κατατροπώνει και μετά -όπως λέει ένας αγαπημένος άνθρωπος- τα τζιν τόνικ δεν έχουν ποτέ ξανά την ίδια γεύση.

Μόνοι όχι, λέει. Μόνο με παρέα. Να μοιραστεί, να ξεφορτώσει έστω για λίγα λεπτά όσα θα κουβαλάμε πάνω μας. Γιατί θα μιλήσουμε οι δυο μας, δεν μπορεί να σφραγίσουμε στόματα πενήντα, εξήντα ώρες. Μα και στόμα να σφραγίσεις, τις ακούς τις σκέψεις του άλλου να σου τρυπάνε τα μηνίγγια. Με ξέρει, την ξέρω. Τα παιδιά, οι δουλειές, οι γιατροί, τα λεφτά, το σπίτι, τα κοινόχρηστα, τα νερά, το ρεύμα, η αμόλυβδη, οι γέροντες, οι κάρτες, οι ασφάλειες, τα ένσημα, η σύνταξη, ποια σύνταξη, τα φάρμακα, τα παιδιά, οι δουλειές, τα λεφτά.

Βάλτα κι αυτά στο κάδρο. Θα τα δεις, αν και αόρατα, εδώ και καιρό πάνω σε μια άδεια -μα ασφυκτικά γεμάτη- καρέκλα ανάμεσα στις δικές μας. Πώς βρίσκουν πάντα τρόπο αυτά τα τριβόλια να πιάνουν την καλύτερη θέση με την καλύτερη θέα, όσο μακριά και να τολμήσουμε να σκεφτούμε ότι θα πάμε, όσες άδειες καρέκλες και να υπάρχουν τριγύρω, δεν είναι διόλου απορίας άξιο. Τα ξεκαθάρισε άπαξ δια παντός πριν τριαντατέσσερα χρόνια ο David.

4 thoughts on “τόνικ (με λίγο τζιν)

  1. Bitter sweet σκέψεις κι ο ίδιες απορίες στο μυαλό κι άλλων – πολλών, λίγων δεν μπορώ να ξέρω – η επερχόμενη «συγγένεια» είναι άραγε κατακριτέα; Δεν είναι όμορφο να μπορείς να διαβάζεις το κάθε βλέμμα, σχεδόν την κάθε σκέψη, να αναγνωρίζεις την κάθε καινούργια ρυτίδα έστω κι αν το τίμημα είναι να μαζεύεις κάθε βράδυ το ίδιο ζευγάρι παντόφλες και να γκρινιάζεις για τα ίδια πράγματα, θέλω να πω, δεν είναι απαραίτητο να είναι αυτά η αιτία που η φλόγα δεν είναι πιά τόσο ευδιάκριτη. Aν, και μόνο Aν υπήρξε φλόγα, αυτή δεν σβήνει και τόσο εύκολα, τη βλέπεις εκεί, στη μια και μοναδική κλεφτή ματιά μέσα απ’ τον καθρέφτη του αυτοκινήτου, σ’ ένα φευγαλέο χάδι στα μαλλιά, και στο κάτω κάτω it takes two to a tango, και, αν μου επιτρέπετε να συνεισφέρω στη μουσική επένδυση των σκέψεών σας, εξ ίσου ταιριαστοί με τον David είναι και οι Low, ίσως γιατί έχουν περάσει τη σχέση τους απ’ τα σαράντα κύματα, υπάρχει ένα κομμάτι στο τελευταίο τους δίσκο, τον οποίο ανάθεμα τα κάπιταλ κοντρόλ μας δεν μπορώ να παραγγείλω, που λέει (για να μην σας υποχρεώνω να ανοίγετε συνδέσμους) what part of me don’t you know? what part of me don’t you want?.. sometimes it scares to death, sometimes it takes all my breath, talking, talking and pleading all night, it must be somewhere to reach the other side ….Ωραίο το κάδρο σας. Και πηγή έμπνευσης, ευχαριστώ.

Leave a reply to kapa Cancel reply