Ετοιμάζονται για έξω. Εκείνη βγαίνει απ’ το μπάνιο, ανοίγει το συρτάρι με τα εσώρουχα. Κάποτε, όχι πάρα πολύ παλιά, τα Intimissimi θα ντρεπόταν να αντιπαρατεθούν μαζί του, τώρα νεκρική σιγή. Άπνοια εντός, συρτάρια με περιεχόμενα αόρατα.
Σκαλίζει, βγάζει, διπλώνει, ξανασκαλίζει, ξεφυσάει απογοητευμένη, «πάχυνα πολύ;» τον ρωτά, προσδοκώντας ένα ωραίο ψέμα.
«Όχι πολύ καλή μου, απλά με κάθε μεγαλύτερο σλόγκι που αγοράζεις ξεκληρίζεται και μια βαμβακοφυτεία στην Αίγυπτο».
Όντως είμαστε γουρούνια. Όντως παραγνωριζόμαστε άσχημα, με ακόμη πιο άσχημο ‘χιούμορ’, όσο περνάνε τα χρόνια.
—–
Πίνουν. Με φίλους, γνωστούς, κουμπάρους, μ΄ αυτές τις ενίοτε χλιαρές συνομοταξίες.
Εκείνη -αν και δεν είναι, πώς θα μπορούσε; , κοντό αυτό που φόρεσε- προσπαθεί να κρύψει τα πόδια της βάζοντας την πασμίνα ( έτσι δεν τα λένε αυτά τα μεγάλα πανιά που σκεπάζουν τους ώμους; ) πάνω τους, νιώθει άβολα, παραφουσκωμένη. Ασφυκτιά μέσα στο μαύρο φόρεμα που «κόβει». Το εσώρουχο μπήγεται στη σάρκα. Το καλσόν εκλιπαρεί για λίγη ανάσα. Τα τακούνια την σκοτώνουν, αν τα αφήσεις σε αφήνουν. Η βότκα που πίνει είναι νερωμένη, όλα τα άλλα ξενέρωτα.
Δεν ξέρει (ξέρει, μα ξέχασε) πως τα αρσενικά προσπαθούν να δουν παραπέρα και παραμέσα απ΄τα κρυμμένα. Δεν τους πτοούν τα παραπανίσια, ούτε και οι ατέλειες. Τα βλέμματά τους δεν είναι συγκατάβασης και συναίνεσης στην μετάλλαξη -αν και σπάνια έχουν οι άντρες επίγνωση της δικής τους αποσύνθεσης- αλλά πείνας. Ξένη σάρκα. Πάντα μυρίζει καλύτερα. Πάντα έχει άλλη γεύση. Μέχρι να πάψει να είναι ξένη.
——
Επιστρέφουν σπίτι, αργά. Είναι μόνοι. Όπως πολύ παλιά. Πετάει τις γόβες, βογγάει από ανακούφιση. Βογγάνε και οι από κάτω, βλαστημώντας. Ημιτελή βογγητά, ρέπλικες, όχι απ’ αυτά τα ωραία τα προστατευόμενης ονομασίας προέλευσης. Ξεκουμπώνει το σουτιέν, μόνη. Σκουπίζει, με τα χέρια, τον ιδρώτα κάτω απ΄το στήθος της. Παλεύει να βγει μέσα από το καλσόν, η ύφανση αντέχει τα βιαστικά -αλλά προσεκτικά βαμμένα- νύχια, είναι η εποχή των βαρέως διψήφιων denier, οι καλές μέρες των 5-8 πίσω ήτανε. Εκείνος κατουράει, ακόμη. Μαζί με το νερό που τρέχει, ακούει τη φωνή του: «θα κάνουμε τίποτε;». Να κάνουμε. Κάτι. Τίποτε. Ίσως.
Την ώρα που χύνει (μέσα της, τα καλά της εμμηνόπαυσης), το τίποτε και το ίσως γίνονται κάτι, για μια στιγμή. Νιώθει ωραία, φευγαλέα σκέφτεται πως την επόμενη φορά δεν θα κρύψει τα πόδια της και θα ξύνει -αφηρημένα, αλλοίμονο- το γόνατό της όσο της μιλάνε οι άντρες της παρέας κι εκείνη θα τους κοιτά στα μάτια. Αδιάφοροι, πλαδαροί, συχνά φωνακλάδες, μα ξένοι. Τι γεύση να ΄χουν άραγε; Αλλιώτικη, σίγουρα. Σηκώνεται για να μπει κάτω απ’ το ντους. Την ώρα που διασταυρώνονται οι γυμνοί δρόμοι τους (σειρά του να πλυθεί, πάντα μετά από κείνην, ευτυχώς δεν διεκδικεί πρωτεία σε όλα) τον ρωτά κοιτάζοντας τα χνούδια στο πάτωμα «τις κάρτες τις πλήρωσες σήμερα; θα μας τσακίσουν στους τόκους».
Κι άλλα χνούδια, κι ακόμη δεν έστρωσε χειμωνιάτικα χαλιά. Αύριο το απόγευμα, αφού μουλιάσει τα ρεβίθια, θα βάλει ηλεκτρική.
—–
(tromopolitan, σελίδα 2134)
ευτυχώς έχει ήλιο εξω…
Πω πω! καλά, που το βούλωνα “μετά”… Όχι πως “μετά” δεν μ’ ένοιαζαν οι κάρτες ή τα άλλα… “πληρωτέα έως”, αλλά να… το βούλωνα.
Ή μήπως… όχι?
Τελικά, το βούλωνα ή δεν το βούλωνα?…
Ουάου!!! ΔΕΝ θυμάμαι πια…
🙂