Δεν θυμάμαι πολλά από κείνη τη χρονιά. Μόνο την εικόνα της μικρής κόρης του φροντιστή μου στα Μαθηματικά, τέσσερα ή πέντε χρόνια μεγαλύτερή από μένα, που κατέβαινε αγουροξυπνημένη κατά τις μία στη θάλασσα.
Με άσπρο μπικίνι.
Και δεν ήξερα αν ήταν ο ήλιος που με έλιωνε ή οι σκιές κάτω από το λευκό lycra.
Θυμάμαι, σίγουρα, τις φωνές των μανάδων «θα σε κάψει ο ήλιος, βάλε αντηλιακό και καπέλο» μα αδιαφορούσαμε όλα τα άγαρμπα δεκαπεντάχρονα, σκιές που να σε καίνε έτσι δεν είχαμε συναντήσει ποτέ πριν. Κι όσο περισσότερο νερό έπεφτε πάνω τους, μέσα στην θάλασσα ή μετά στα ντους, όσο πιο σκούρο φέγκριζε κάτω απ’ το λευκό τόσο πιο αβάσταχτη η κάψα.
Κάπως έτσι κύλησε εκείνος ο Αύγουστος. Με δανεικούς καύσωνες υπό σκιάν. Μετά βρήκαμε και δικούς μας αλλά αν μας ρώταγες σήμερα νομίζω πως ένα έγκαυμα απ’ τις σκιές εκείνες το ΄χουμε ακόμη κάπου πάνω μας.