someday

Γραμμή 4, στέκεσαι μπροστά στα σκαλιά της 12, δυο λεπτά τρελής τρεχάλας με τα πόδια να φτάνουν στους ώμους, είναι 09:29, φεύγει στις 09:31, ή παρατάς χάμω τη βαλίτσα και παίζεις με τις πιθανότητες -και την αντοχή της καρδιάς σου- ή περιμένεις το επόμενο στις 10:11 αλλά σου είπε στο τηλέφωνο «πάρε το πρώτο τρένο κι έλα, τρία χρόνια έχουμε να ειδωθούμε», το πρώτο που βρήκες μπαίνοντας λαχανιασμένος στο σταθμό είναι αυτό, όλα τα άλλα είναι επόμενα, άλλο ψέμα δεν θέλεις να της πεις, το πρώτο δεν το πήρες κι ας σου το ζήτησε, το πρώτο που σου ζήτησε τρία χρόνια μετά.

Πατάει κουμπιά στο μηχάνημα. Τα ρέστα που πέφτουν ακούγονται σαν να βρέχει, έτσι κι αλλιώς βρέχει έξω, τα παπούτσια της πήραν νερά, τα μαλλιά της στάζουν, τα μάτια της είναι κόκκινα, δεν είναι το ξενύχτι που φταίει, τα χέρια της παγωμένα, έβγαλε για ένα λεπτό τα γάντια και τα δάχτυλα τρέμουν, τρεις φορές χρειάστηκε να πατήσει ακύρωση στο Εinfache Fahrkarte, δεν πρόκειται να κοιμηθεί εκεί, θα πάρει το ICE απ’ τη γραμμή 4 στις 09:31, δεν είναι ώρα για πολλές πολλές σκέψεις στη διαδρομή, ένα ταξί για το σπίτι του, ένα γαμήσι ακόμη, μισό πακέτο τσιγάρα, ένας πόντος που έφυγε απ’ το βιαστικά φορεμένο καλσόν, τα παπούτσια μισοστέγνωσαν, «σ’ αγαπώ, πότε θα σε ξαναδώ;», «δεν ξέρω, θα δούμε», εδώ και καιρό νομίζει πως λύνει την εξίσωση σπέρματος, αγάπης και απουσίας με ένα κομμάτι χαρτί που γράφει Rückfahrkarte πάνω του.  Εξίσωση με τρεις αγνώστους κι έναν ακόμη που μένει πίσω δεν λύνεται. Ειδικά όταν η καύλα δεν είναι -πια- ο άγνωστος x.

«Κάνει στάση στο Rheindorf αυτό;», μια τελευταία ερώτηση πριν βάλει το πόδι του στα σκαλιά. Δεν κάνει. Κάνει το άλλο, απ’ την γραμμή 4, στις 10:11. Πολύ αργά. Είπε ότι θα τον περιμένει στο σταθμό μέχρι τις δέκα και μισή, μετά θα πρέπει να φύγει. Ανόητοι, άμυαλοι νέοι, αν δεν πάρεις το πρώτο μη βασίζεσαι στο γρήγορο. Τις πιο πολλές φορές -συνήθως πάντα- δεν σταματά εκεί που θέλεις να πας. Μα ακόμη κι αν σταματάει, εκείνη πάντα μπορεί να φύγει πιο γρήγορα απ΄ όσο θα χρειαστείς εσύ για να φτάσεις.

«Λυπάμαι, όλα τα δρομολόγια μέχρι τις πέντε το απόγευμα έχουν ακυρωθεί. Απεργούμε». Δεν έχει first, δεν έχει fast, δεν έχει καν train. Μερικά τραγούδια ούτε που παίρνουν υπ’ όψη τους την πραγματική ζωή. Ούτε καν τους ανθρώπους, κι ας λένε πως γράφτηκαν γι αυτούς.

(είπαμε, στο τέλος όλοι θα πτωχεύσουμε)

being Norman Bates

Τρεις μήνες μετά, ξέχασε τη γεύση απ’ το σάλιο της. Σε έξη μήνες στέγνωσε στη μνήμη του ο ιδρώτας της. Οκτώ μήνες πέρασαν και δεν θυμόταν πώς δάγκωνε τα χείλια της λίγο πριν τελειώσει. Εννιά μήνες αργότερα χάθηκε και η αλμύρα από τα δάκρυά της. Kύλησαν δέκα μήνες και το στήθος της εξαϋλώθηκε. Όταν έκλεισε χρόνος είχε κιόλας ξεχάσει τη γεύση ανάμεσα στα πόδια της. Στους δεκατέσσερις μήνες σβήστηκε το χαμόγελό της. Στους δεκάξι ούτε που θυμόταν πως ακουγόταν το γέλιο της. Στους δεκαεφτά σίγησε η τελευταία ηχώ απ’ τα τακούνια της. Στους είκοσι πήρε δρόμο η εικόνα της γυμνής πλάτης της. Στους εικοσιδυο έφυγε και το τελευταίο βογγητό. Στους εικοσιτρείς ξεθύμανε η κολώνια γύρω απ’ τον αφαλό της. Στον δεύτερο χρόνο πάνω την κήδεψε.

(έτσι κι αλλιώς όλοι θα πτωχεύσουμε)

 

 

 

παραμύθι

Είναι μια σκηνή που την έχεις δει, σίγουρα, αμέτρητες φορές.

Το σκαρί αντέχει δεκαώροφα κύματα, μονομαχίες με κοτζάμ ωκεανό, άγριες ανταρσίες, τρελούς καπετάνιους, μάχες με πειρατικά, αναμετρήσεις με κράκεν, τρύπια βαρέλια δίχως νερό, λάθος χάρτες, ζαλισμένες πυξίδες, μολυσμένο φαγητό, αρρώστιες….

Και κάποια στιγμή, εκεί που πλέεις επί χρόνια, σωστό ζόμπι μέσα στην ομίχλη, βλέποντας μόνο δυο οργιές μακριά, ακούς μια φωνή «στεριά».

Που μπορεί να είναι βράχια, από κείνα που κόβουν το ξύλο όπως η κιμαδομηχανή το κρέας. Που μπορεί να είναι ένας τόπος όπου ζουν τέρατα που πίνουν αίμα και τρώνε ανθρώπινο μεδούλι για πρωινό. Που μπορεί να είναι μια ξέρα με γοργόνες πάνω της, από κείνες που γλείφουν το μυαλό σου μέχρι να λιώσει και σ’ αφήνουν μετά κουφάρι άδειο. Που μπορεί, έτσι γίνεται με τις χαλασμένες πυξίδες και τον κακό μας τον καιρό, να είναι η γη απ’ όπου έφυγες για να γλιτώσεις τα χειρότερα. Που μπορεί να είναι κι ο παράδεισος ο ίδιος, δεν ξέρω, στις ταινίες όλα είναι πιθανά. Δεν είναι ζωή οι ταινίες, είναι κάτι σαν αυτήν αλλά ζωή δεν είναι.

Εκείνο που έμαθα όμως από τις ταινίες είναι ότι πρέπει να βγεις κάποια στιγμή από αυτό το γαμημένο το καράβι. Να πατήσεις χώμα. Πέτρα. Βράχια. Άμμο. Μισός, ολόκληρος ή σακατεμένος. Αλλά να βγεις. Να μη γεράσεις πλέοντας στα τυφλά, να μη πεθάνεις τριγυρνώντας πάνω του, να μη βουλιάξεις μαζί του. Κι ας ζει το άγνωστο -που τόσο φοβάσαι- εκεί έξω. Καλύτερα μ’ αυτό. Κάποτε πρέπει να γνωριστείς μαζί του, όσο αποκρουστικό ή τρομαχτικό κι αν σου φαίνεται. Ζωή είναι, όχι ταινία.

 

 

the great gig in the sky

Τι ώρα πήγε; σαν να άργησε κανένα μισάωρο ή μου φαίνεται;

Τρία τέταρτα. Ντίβα, μη χέσω. Απ΄το αβγό δεν βγήκε ακόμη, πέντε χρόνια βλόγερ..

Τι λες να παίξει σήμερα; παλιό σετ ή τίποτε καινούρια;

Μόνο παλιά έχει, το ίδιο τραγούδι γράφει επί χρόνια. Πολιτικά μη παίξει μόνο, δεν το ‘χει. Θα γλαρώσουμε στις καρέκλες.

Άμα θέλαμε πολιτικά πηγαίναμε στου Radical. Kαι για τρελλό αβανγκάρντ στου Old. Άμα σου ‘λειψε η Λόρι Άντερσον πας στη Ρίσκι και στάνιαρες. Εδώ πληρώσαμε για μιούζικαλ.

Εγώ σκυλομετάνιωσα που δεν πήγα στο Βυτίο ή στης Niemandsrose  ,εκεί τουλάχιστον δε ντρέπεσαι άμα σε δουν να μπαίνεις μέσα. Μπορεί να σε βγάλουν και καμιά φωτογραφία, «ήταν κι αυτός εκεί».

Σωστός, σκουφί έβαλα ως τη μύτη για να περάσω την πόρτα εδώ, αν μ΄ έβλεπε κανείς της αντιτρομοκρατικής ακόμη μελάνια θα είχα στα δάχτυλα.

Τουλάχιστον δεν μας βγαίνει ακριβός. Στου Πετεφρή τις προάλλες πήγα καπάκι και στις δυο συναυλίες για να τα χώσω στο encore. Καταφχαριστήθηκα. Kαι στο Χνούδι πήγα αλλά δεν βγήκε στη σκηνή. Παίζαν απ’ τα ηχεία κάτι ωραία παλιά της, ήπιαμε τον Αμαζόνιο, καπνίσαμε το Schwarzwald, γίναμε μωβ, συναυλία δεν είδαμε, καλά περάσαμε, φύγαμε.

Ακριβός όχι αλλά για ξινός μην ορκίζεσαι. Πας ρε παιδάκι μου στο Gasireu και θες να φιλήσεις με τρεις γλώσσες όποιαν κάθεται δίπλα σου, πας στη Three Wishes και έχεις σπρέι για την αναπνοή στην τσέπη, φλασκί με τεκίλα και προφυλακτικά για παν ενδεχόμενο, βγάζεις εισιτήρια για τον Silentcrossing και είναι σα να παίζεις στο Ναυαγό αλλά με ναυαγίνα την Μόνικα και τον I’m not a gun να κάνει σερφ στα μυαλά σου, τέτοια ωραία πράματα.

Ρε συ, προχτές πήγαμε στου Τσαλαπετεινού. Και μουσικές και βιντεογουόλ, δυο σ’ ένα, δεν το λυπάσαι ρε παιδί μου το εισιτήριο, δεν είναι τσίπης ο άνθρωπος, ένα μήνα πριν με πήγαν στο Δύτη, σα να έβλεπα τον Τζέρι Γκαρσία να παίζει παρέα με το Moby κάτω απ’ την Κάαμπα. Χαλάλι τα χιλιόμετρα και το μουσκίδι στο νιπτήρα λες.

Εισιτήρια για τον Vitamoderna πήρες;

Οκτώ. Στη μαύρη αγορά να τα πουλήσω, θα βγω απ’ την κρίση στεγνός. Πότε παίζει;

Oύτε ο ίδιος ξέρει. Συνήθως το μαθαίνουμε μετά το gig. Δεν έχει σημασία όμως, πρώτα αγοράζεις εισιτήρια και αν είσαι τυχερός τον βλέπεις κιόλας. Αν δεν είσαι περιμένεις την άλλη συναυλία, καινούρια εισιτήρια.

Ασύμφορος.

Κάθε άλλο. Στην τσίτα σε έχει ο guru, πάντα στην ουρά, μη σε καταπιούν οι καναπέδες. Red alert είναι ο άνθρωπος.

Πιάστηκε ο κώλος μου ρε, θα βγει αυτός ή τσάμπα τραβιόμαστε;

Μα δεν ήρθαμε γι αυτόν, δεν το κατάλαβες ακόμη;

Aλλά;

Mπαίνουμε εδώ που δεν έχει μεγάλη ουρά και μετά φεύγουμε για όλους τους άλλους. Έχει ένα πορτάκι κάτω απ’ τη σκηνή, μόλις αρχίζει να παίζει σιγά-σιγά την κάνουμε με λίγα κλικ, ένας ένας, μη πληγωθεί και είναι ευαίσθητο αγόρι, ούτε που παίρνει χαμπάρι πότε αδειάζει η πλατεία, στο θεωρείο μένει τελευταίος ο kopoloso που είναι φίλος του, κάποιος πρέπει να ζητήσει ένα encore στο τέλος.

Θλιβερό.

Όχι τόσο. Το χειρότερο είναι που ακόμη κι αν δεν υπάρχει ψυχή στην αίθουσα, ακόμη κι αν φύγουν κι ο σελιτσάνος με τη so far που έχουν ρεζερβέ στασίδι, πάλι κάνει encore. Τι να πεις…

Βαρέθηκα. Πάμε sraosha; όλο λέει ότι βαριέται κι όλο παπάδες παίζει. Γκράντε.

Εγώ έλεγα για Ξυδάκη. Ξέρεις τι αγοράζεις, λάθος νότα δεν έπαιξε ποτέ ο Jarrett. Εκτός κι αν πάμε και στους δυο για να μη χαλάσουμε τις καρδιές μας.

Πρώτα όμως περνάμε για πέντε σφηνάκια stolichnaya στα όρθια απ’ τον Silezukuk και τσιγάρα με ένα εξάμπυρο απ’ την psilikatzou. Οι παλιές αγάπες δεν ξεχνιούνται…

Άντε, τράβα μια φωτογραφία και hit the road, δεν θα ξεχειμωνιάσουμε εδώ..

 

 

 

(ξέχασα πολλούς αλλά θα έχουμε και επόμενη συναυλία)

 

 

platform 4 , 09:33

Chateau Candeloudette, 2008. Φτηνόπραμα απ’ το Lugasson επειδή σήμερα δεν βρήκα καμιά πρόχειρη Νεμέα στο διάβα μου για να φαγωθώ μαζί της.  Garbage in, garbage out. Aν μπλέξεις με τέτοια μεσημεριάτικα, δεν περιμένεις να γράψεις μη ευτελή. Με ο,τι ποτίσεις το μυαλό σου, ανάλογα θα τρυγήσεις. Είμαι παιδί της υπερβολής, σκουπίδι δεν το λες αλλά κάθε γουλιά κατεβαίνει όλο και πιο δύσκολα, σα να πρέπει να αδειάσεις το ποτήρι από μιαν ακαθόριστης ταυτότητας υποχρέωση.

Δεν θέλω να γράψω ούτε μισή λέξη για όσα μας βασανίζουν. Ούτε μισή. Τώρα είμαι καλά. Θες να το πεις ζεν; πες το κι έτσι.

Χτες αργά το βράδι ανακάλυψα ένα σωσμένο κειμενάκι στο word. Δεν θυμάμαι πότε και υπό ποιες συνθήκες γράφτηκε. Μου θύμισε φτηνό Ρεμπώ στα γεράματα, αν σκεφτείς ότι το γαλλάκι σταμάτησε να γράφει πριν κλείσει τα είκοσι, κάτι δεν πάει καλά με τα θειώδη στο μπουκάλι.

Οι άνθρωποι όφειλαν να είναι αμοιβάδες. Με μονοψήφιο συναισθηματικό IQ. Πολλά λάθη θα είχαν αποφευχθεί έτσι. Χτες γνώρισα έναν εικοσιδυάχρονο με κατάθλιψη. Η μάνα του μου είπε πως γυναίκα είναι η αιτία. Δεν ξέρω και πολλές άλλες αιτίες στα είκοσι. Ξέρω για μετά, αλλά ορκίστηκα, ούτε λέξη.

Hot glue. Sticky fingers. Έτσι σκέφτεσαι το σώμα της; είναι αγάπη αυτό;

Ο φίλος μου βάφει απέναντι. Σε δέκα, δεκαπέντε μέρες έρχεται. Αγόρασα, όπως του υποσχέθηκα, το σκοινί που θα ενώσει τα δυο μπαλκόνια, Νάπολι, Κέρκυρα, τέτοια κοινότυπα. Σκοινί μεταφορέας αντικειμένων, σκέψεων, απωλειών. Δεν μας αναγνωρίζω, δεν ξέρω πώς να διαχειριστώ τις σιωπές μας, παλιά η σιωπή ήταν μια ανάσα πριν βουτήξουμε πιο βαθιά, τώρα και τα ρηχά μας φοβίζουν. Μόνο δύσμορφα κουφάρια -και πρώτα τα δικά μας ανάμεσά τους- μπορείς να συναντήσεις πλατσουρίζοντας εκεί. Ίσως πρέπει να μάθουμε να κολυμπάμε, απ’ την αρχή.

Ούτε λέξη, είπα. Ούτε μισή. Όλα καλά.

Βρέχει, ευτυχώς. Προχτές με ρώτησε κάποιος αν αγαπώ αυτή την εικόνα. Ναι, την αγαπώ. Τόσες δεκαετίες ζούμε μαζί, μάταιος κόπος είναι να της αντιστέκομαι. Στα τζάμια νερό, κάτω μου νερό, στον ορίζοντα νερό, χιλιόμετρα ολόκληρα από γκρι και λίγο πεθαμένο γαλάζιο, ευτυχώς κάποιος έκλεισε το διακόπτη και μπορώ να δω καθαρά τριγύρω. Το φως της μέρας, το πολύ φως, τα κάνει όλα δυσδιάκριτα. Μόνος στη θέση, οι σταθμοί αλλάζουν, εικόνες σε επανάληψη, τα ‘χω δει όλα εκατό φορές και κάθε φορά μοιάζουν καινούρια. Το παν είναι το εισιτήριο να γράφει EinzelTicket, κανείς να μη σε θεωρεί δεδομένον για επιστροφή. Ούτε καν εσύ ο ίδιος.

Έγραψα και κάτι άλλο μα ούτε το word να θεωρείς δεδομένο αν ξεχάσεις να κάνεις save. Oι λέξεις θα βρίσκουν πάντα ευφάνταστους ή απλούς τρόπους να σ’ εκδικηθούν. Το ίδιο και τα τρένα που δεν πήρες ή τα άδεια ποτήρια.

 

 

 

 

1955-2011

Όσο κι αν αγαπάς αυτό που κάνεις, το «δουλεύω για να ζω, δεν ζω για να δουλεύω» είναι το ελάχιστο χρέος απέναντι στον εαυτό σου και σε κείνους που σε αγαπούν. Ακόμη -πολύ περισσότερο μάλιστα- κι αν σε λένε Steve Jobs. Στην άλλη – ποια ; –  ζωή δεν θα έχεις μαζί το iPhone για να τηλεφωνήσεις, να στείλεις μήνυμα ή mail λέγοντάς τους «σ’ αγαπώ, μακάρι να είχα περισσότερο χρόνο».

 

Αν δεν το δαγκώσεις το μήλο, αν δεν το πας ως το τέλος, αν δεν τρέξουν τα ζουμιά πάνω σου, είναι άχρηστο. Αυτό μου έμαθε, άθελά του, ο Steve Jobs. Και αυτό -που δεν χρειάζεται να το πληρώσεις για να το αποκτήσεις- του το χρωστάω.

 

 

 

ριχάρδος ο λεμονόκαρδος

Ήταν φορές που μέσα σ΄ αυτή την αδιέξοδη σχέση ένιωθε σα στυμμένος. Σαστισμένος. Κι όλη η ξινίλα που απλόχερα σκορπούσε σε αθώους τόσο καιρό, αντί να τρυπώσει στα γκρίζα μάτια της μιας και μόνης αληθινής ένοχης για να τα εκδικηθεί με αφόρητο τσούξιμο, έψαχνε μια σουρωτή για να ξεσπάσει. Με μια κουταλιά ζάχαρη. Παγάκια σε σχήμα καρδιάς. Και καλό ανακάτεμα.

Όταν αρχίζω να γράφω σαν τη Λένα Μαντά, είναι σίγουρο πως το μέλλον θα φανεί πάρα πολύ σκληρό μαζί μου. Δεν αποκλείεται να πέσει και να με πλακώσει. Σε σαράντα χιλιάδες αντίτυπα.

 

 

Ένα ποτήρι τσίπουρο. Χωρίς παγάκια, με κρύο νερό. Όπως στα ακριβά malt, δεν κατούρησαν στο πηγάδι τα δικά μας τα καζάνια. Τρεις ξυδάτες χοντροελιές, δυό κομματάκια γραβιέρα Νάξου, ένα σκεβρωμένο πιπεράκι τουρσί, μισός χτεσινός κεφτές. Κρύος. Τρία, δυο, ένα, μισό. Drowning by numbers. Είναι απόλαυση, τεράστια ηδονή να μπορείς να ξεφτιλίζεις τον Greenaway πάνω σε μια ψάθινη καρέκλα την ώρα που τραβάς, κόβεις τα ξέφτια από κάτω της και μυρίζεις μετά τα χέρια σου. Τα ίδια έκανα και στα οκτώ μου, μείον τα τσίπουρα. Σε δέκα, δεκαπέντε χρόνια θα ωριμάσω. Αged in oak families.

 

 

Πάνω από το κεμπαπάδικο, το δεύτερο πιο διάσημο της πόλης, υπήρχε μια εκκλησία παλιά, στον πρώτο όροφο. Πολύ παλιά, είκοσι και βάλε χρόνια πριν. Ανέβαινες είκοσι ξύλινα στενά σκαλιά, έκανες το σταυρό σου να υπάρχει έστω και μισή γωνιά ελεύθερη για να μπεις να παρακολουθήσεις τη λειτουργία κι έμπαινες. Για τέμπλο είχε μια μπάρα με διακόσια μπουκάλια θεία κοινωνία από πίσω της, από το ταβάνι κρεμόταν ένας πολυέλαιος απ’ τους φτηνούς που άναψε πέντε φορές και μετά έσβησε για πάντα γιατί -σε στιγμές ύψιστης θρησκευτικής έξαρσης- κάποιοι προσπάθησαν να παραστήσουν τα λαμπιόνια πάνω του, αντί για εικονίσματα δεξιά κι αριστερά είχε πιστούς, καρφωμένους με την πλάτη, με τον ώμο, με το μέτωπο, στον τοίχο, μετά το τρίτο, τέταρτο τζακ ντάνιελς ήθελες μεγάλη πίστη για να ισορροπήσεις χωρίς ντουβάρι. Για τους ψαλτάδες μη ρωτάς. Ο θεός της νύχτας μας έκοβε χρόνια και τους έδινε ώρες, ως το ξημέρωμα. Αυτό το λάθος πληρώνουμε σήμερα, πάνε τα χρόνια, πάνε οι νύχτες, πάνε οι ψαλτάδες, πάει και η Loris. Πριν λίγες μέρες ρώτησα έναν από τους ψήστες που μου φάνηκε σαν αφεντικό (γιατί ήταν λιγότερο λιγδωμένος απ’ τους άλλους) αν μπορεί να μου ανοίξει -την αποθήκη τους πλέον, για τέτοια βεβήλωση μιλάμε-για να ανέβω επάνω. Όσο με κοιτούσε σαν να είχε απέναντί του τον Τζακ Τόρανς, του εξήγησα ότι ήθελα να κάνω το σταυρό μου εκεί που βαφτίστηκα, παντρεύτηκα, βάφτισα παιδιά. Η ψυχή του μαλάκωσε, δεν ξέρω τι σκέφτηκε και δε με νοιάζει κιόλας, ξεκλείδωσε την πόρτα, είπε ανεβείτε προσεκτικά. Ανέβηκα. Σε ένα λεπτό ήμουν πάλι κάτω, σωστός Αντρέι Ρουμπλιόφ, με σφιγμένο στομάχι. Οι Ταλιμπάν πιο τρυφερά φέρθηκαν στις μοιχαλίδες απ’ ότι ο χρόνος στον ναό μας. Πώς να γίνεις καλύτερος άνθρωπος μεγαλώνοντας όταν σου κλέψαν το στασίδι σου; πού να προσευχηθείς; πού να κοινωνήσεις; πού να πας τα παιδιά σου -τώρα που μεγάλωσαν- να κοινωνήσετε μαζί; πού να ψάλλεις I love you baby and if its quite alright, I need you, baby to warm a lonely night, I love you, baby, trust in me when I say….κι αμέσως μετά να πέσεις στα γόνατα τον επινίκιον άδοντας, war, children, its just a shot away, love, sister, its just a kiss away.

 

 

Δεν σκέφτομαι τα πίσω με νοσταλγία. Όχι. Τα μπροστά σκέφτομαι με περιέργεια και -δε ντρέπομαι να το πω- με μια λαχτάρα. A shot away, a kiss away, ο,τι να ‘ναι εκτός από fade away.  M’ αυτό το away -το σκέτο- να κατορθώσουμε να βρεθούμε μια μέρα. Με τα ψαλτήρια, τα στασίδια, τα κεραμίδια και τα shelters θα δούμε πώς θα τη βολέψουμε…ένα τρόπο θα βρούμε να τη γλυκάνουμε την ξινίλα…

 

 

 

(στην) ψύχρα

Διαβάζω εκθέσεις ιδεών, γράφω τέτοιες, πράγματα θυμωμένα, ξινά, πικρά, αδέξια, ψευτοτρυφερά, ψευτοσκληρά, ενίοτε αυτοπαρηγορητικά (δεν ξέρω τη διαφορά απ’ τα παρήγορα), σχεδόν πάντα σκουρόχρωμα. Άσπρο δεν άπλωσα για στέγνωμα εδώ και πολύ καιρό. Δηλαδή και λευκό να άπλωνα, είχα τον τρόπο να το κάνω μαύρο όσο έβαζα τα μανταλάκια για να μη το πάρει ο αέρας. Αρχίζω να πιστεύω ότι είναι ανίατο. Και πάρα πολύ κουραστικό.

Συνήθως γράφω για ανθρώπους. Ή κάτι σαν κι αυτούς. Στο τέλος, με το που πατάω το publish είμαι πάντα -μα πάντα- βέβαιος πως έκανα μια τρύπα στο νερό, αν υποθέσουμε πως υπάρχει νερό. Ποιάν έννοια, ποιό σκοπό, ποιάν αξία έχει να λες στον άλλον try walking in my shoes από τη στιγμή που δεν ξέρεις καν αν έχει δικά του παπούτσια. Μη σου πω και πόδια.

Πριν μου δώσει ένα ξεγυρισμένο χαστούκι η ενοχικότητά μου -χειρότερη κι απ’ το χειρότερο αυτοάνοσο-  και το κλείσω το ρημάδι το λάπτοπ με αυτιά να βουίζουν και κεφάλι σταρ-τρεκ, πέφτω πάνω σ’ έναν άνθρωπο που τρέχει πίσω από ένα φοβισμένο σκύλο. Κι την επόμενη στιγμή τρέχω κι εγώ ξοπίσω τους, να δω αν η ιστορία θα ‘χει καλό τέλος. Γιατί εμείς δυσκολευόμαστε να το γράψουμε.

Δες και μόνος σου. Someone to watch over me είναι, είτε εσύ είσαι το χέρι που σκεπάζει και μετά κλείνει το φως ή εκείνος που ακούει το «όλα θα περάσουν».

Τέτοια μέρα δεν έχω άλλο να σκεφτώ. Ακόμη και γιγάντιο ψέμα να είναι το «μην ανησυχείς, όλα θα περάσουν» σήμερα θα σε σκεπάσω μ’ αυτό, λιώνει η ψυχή μου να σε βλέπω να κρυώνεις περιμένοντας τη γέννα του αύριο.

 

 

Mad Max days

Κοντεύει εφτά, σε λίγη ώρα ξεκινάει το σκάλισμα των κάδων, παλιά οι άνθρωποι περίμεναν να πέσει η νύχτα, τώρα και νωρίς βραδιάζει και η ντροπή δεν περισσεύει.

Ευτυχώς ψύχρανε ο καιρός, αμβλύνθηκαν οι  μυρωδιές της σήψης από κει μέσα μα αλάφρυναν από περιεχόμενο, όταν δεν ανεβάζεις στο σπίτι δεν κατεβάζεις κιόλας. Σπάνια βλέπω κάδους γεμάτους ως πάνω, μόνο αν είσαι πάνω από ένα κι ενενήντα έχεις προοπτικές να τους ξεζουμίσεις ως το τέλος. Ο Σίμος, της γειτονιάς μας, είναι ένα κι εξήντα, σκέβρωσε κι απ’ τα χρόνια που κουβαλάει πάνω του. Θα γίνουν λυσσαλέες μάχες μεταξύ ανθρώπων και γάτων προβλέπω. Οι φιλόζωοι θα βρεθούν σε δίλημμα, αν υποθέσουμε πως δεν θα εκλείψουν οι γάτες ως είδος. Εγώ είμαι με το Σίμο.

Ένιωσα άσχημα βλέμματα να καρφώνονται στην πλάτη μου. Ήθελα να πάρω ένα κόκκινο φτηνόκρασο, τεσσεράμισι ευρώ. Καθόταν ένας από πίσω που μου δεν έσερνε καρότσι αλλά ένα καλάθι, είχε μέσα μια ρετσίνα, δυο σακούλια πατατάκια, μια κονσέρβα με φασόλια γίγαντες, χαρτοπετσέτες….. και με κοίταζε. Νομίζω. Δεν είμαι σίγουρος, φύλαγε τα ρούχα σου όμως. Δεν τόλμησα. Ποτέ ξανά στο μάρκετ για ψώνια Παρασκευή. Κάθε μέρα από τρία πράγματα. Αν χρειαστεί και δυο φορές τη μέρα. Και τρεις. Να φεύγω με μια σακκούλα, να μη δίνω στόχο. Αν είναι μικρά, τα βάζω και στις τσέπες. Όσο έχω τσέπες κι όσο θυμάμαι το δρόμο για το μάρκετ.

Οκτώβρης, ευκαιρία να διαβάσω. Το καλοκαίρι δεν μπορώ, αφαιρούμαι κάθε δυο λεπτά -λόγω απροσδιόριστης και αδέσποτης ευτυχίας- και πιάνω το βιβλίο πάλι απ’ την αρχή. Ούτε απόδειξη απ’ το γαλατάδικο μπορείς να διαβάσεις έτσι. Θα κάνει κρύο όμως στο σπίτι φέτος. Πρέπει να προπονηθώ να γυρίζω σελίδες με γάντια. Αν έχουν κομμένες τις άκρες, στα δάχτυλα, θα νιώθω σαν ήρωας του Τσέχοφ. Του Ντοστογιέβσκι. Του Τολστόι. Του Τουργκένιεφ. Γκόγκολ σε τριάρια.

Τέσσερις χρωστάνε τα κοινόχρηστα του περυσινού χειμώνα. Κανείς τους δεν κατέβηκε στη συνέλευση προχτές. Μια ώρα συζητούσαμε αν θα λειτουργήσουμε τη θέρμανση φέτος. Κι άλλη μια ώρα με ποιο τρόπο θα εισπράξουμε από τους τέσσερις, μπλέξαμε δικηγόρους, συγγενείς, δόσεις, παπάδες, παρακάλια, φοβέρες. Θλιβερό. Και ν’ ανάψουν τα καλοριφέρ, το μέσα μας ξεχάσαμε να το γεμίσουμε. Παγωμένο θα μείνει. Ποιο Στάλινγκραντ, ποιος ρώσικος χειμώνας, ποιος Ναπολέοντας και ποιος Πάουλους…

Πόσο αφελείς και χρωματιστά αισιόδοξοι ήταν οι παλιοί. Το χειμώνα ετούτο άμα τον πηδήσουμε, θα μας εκδικηθούν για λογαριασμό του οι επόμενοι δέκα. Και, μακάρι να βγω φτηνός ψεύτης, δεν νομίζω να φανούν τρυφεροί μαζί μας.

Τα λύκεια, και οι δεκαεξάρηδές τους, θα μας γαμήσουν μια μέρα γι αυτό που τους κληροδοτήσαμε.