Γραμμή 4, στέκεσαι μπροστά στα σκαλιά της 12, δυο λεπτά τρελής τρεχάλας με τα πόδια να φτάνουν στους ώμους, είναι 09:29, φεύγει στις 09:31, ή παρατάς χάμω τη βαλίτσα και παίζεις με τις πιθανότητες -και την αντοχή της καρδιάς σου- ή περιμένεις το επόμενο στις 10:11 αλλά σου είπε στο τηλέφωνο «πάρε το πρώτο τρένο κι έλα, τρία χρόνια έχουμε να ειδωθούμε», το πρώτο που βρήκες μπαίνοντας λαχανιασμένος στο σταθμό είναι αυτό, όλα τα άλλα είναι επόμενα, άλλο ψέμα δεν θέλεις να της πεις, το πρώτο δεν το πήρες κι ας σου το ζήτησε, το πρώτο που σου ζήτησε τρία χρόνια μετά.
Πατάει κουμπιά στο μηχάνημα. Τα ρέστα που πέφτουν ακούγονται σαν να βρέχει, έτσι κι αλλιώς βρέχει έξω, τα παπούτσια της πήραν νερά, τα μαλλιά της στάζουν, τα μάτια της είναι κόκκινα, δεν είναι το ξενύχτι που φταίει, τα χέρια της παγωμένα, έβγαλε για ένα λεπτό τα γάντια και τα δάχτυλα τρέμουν, τρεις φορές χρειάστηκε να πατήσει ακύρωση στο Εinfache Fahrkarte, δεν πρόκειται να κοιμηθεί εκεί, θα πάρει το ICE απ’ τη γραμμή 4 στις 09:31, δεν είναι ώρα για πολλές πολλές σκέψεις στη διαδρομή, ένα ταξί για το σπίτι του, ένα γαμήσι ακόμη, μισό πακέτο τσιγάρα, ένας πόντος που έφυγε απ’ το βιαστικά φορεμένο καλσόν, τα παπούτσια μισοστέγνωσαν, «σ’ αγαπώ, πότε θα σε ξαναδώ;», «δεν ξέρω, θα δούμε», εδώ και καιρό νομίζει πως λύνει την εξίσωση σπέρματος, αγάπης και απουσίας με ένα κομμάτι χαρτί που γράφει Rückfahrkarte πάνω του. Εξίσωση με τρεις αγνώστους κι έναν ακόμη που μένει πίσω δεν λύνεται. Ειδικά όταν η καύλα δεν είναι -πια- ο άγνωστος x.
«Κάνει στάση στο Rheindorf αυτό;», μια τελευταία ερώτηση πριν βάλει το πόδι του στα σκαλιά. Δεν κάνει. Κάνει το άλλο, απ’ την γραμμή 4, στις 10:11. Πολύ αργά. Είπε ότι θα τον περιμένει στο σταθμό μέχρι τις δέκα και μισή, μετά θα πρέπει να φύγει. Ανόητοι, άμυαλοι νέοι, αν δεν πάρεις το πρώτο μη βασίζεσαι στο γρήγορο. Τις πιο πολλές φορές -συνήθως πάντα- δεν σταματά εκεί που θέλεις να πας. Μα ακόμη κι αν σταματάει, εκείνη πάντα μπορεί να φύγει πιο γρήγορα απ΄ όσο θα χρειαστείς εσύ για να φτάσεις.
«Λυπάμαι, όλα τα δρομολόγια μέχρι τις πέντε το απόγευμα έχουν ακυρωθεί. Απεργούμε». Δεν έχει first, δεν έχει fast, δεν έχει καν train. Μερικά τραγούδια ούτε που παίρνουν υπ’ όψη τους την πραγματική ζωή. Ούτε καν τους ανθρώπους, κι ας λένε πως γράφτηκαν γι αυτούς.
(είπαμε, στο τέλος όλοι θα πτωχεύσουμε)